Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογραφέας ο [apoγraféas] Ο21 : αυτός που εργάζεται για την πραγματοποίηση της απογραφής.
[λόγ. < ελνστ. ἀπογραφεύς, αιτ. -έα `ληξίαρχος΄(;)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογραφέας [apoγraféas] ο, (L) (& απογραφεύς)
[fr kath απογραφεύς ← MG (schol.), PatrG]