Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογράφω [apoγráfo] -ομαι Ρ αόρ. απέγραψα, απαρέμφ. απογράψει, παθ. αόρ. απογράφηκα και απογράφτηκα, απαρέμφ. απογραφεί και απογραφτεί : κάνω απογραφή1: Aπογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού.
[λόγ. < αρχ. ἀπογράφω `καταχωρώ σε αρχείο΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογράφω [apoγráfo] aor απόγραψα & απέγραψα (subj απογράψω), pf & plupf έχω-είχα απογράψει, mediop απογράφομαι, aor απογράφηκα (subj απογραφώ)
- ① take census, count, register (syn κάνω απογραφή, near-syn καταγράφω, καταμετρώ):
- ~ τον πληθυσμό, τα κτήματα |
- πρέπει ν' απογράψουμε τις ζημιές που προξένησε η κρίση (Christidis EΣ) |
- το φρουραρχείο δεν αργεί να διατάξει ν' απογραφούν όλα τα πειστήρια, για να μπορεί να τα ελέγχει (ChZalokostas) |
- poem .. ο τετράρχης είχε ανοίξει | τις βίβλους τις μεγάλες και τον κόσμο | το έσερνε κατά φυλές ν' απογραφεί (Papatsonis)
- ⓐ commerce etc take stock of, take inventory of:
- ~ εμπορεύματα, εξαρτήματα
- ② keep a record of, to record (near-syn καταγράφω):
- δε φτάνει να απογράψουμε τις λέξεις, που αναφέρει το παιδί, πρέπει να δούμε αν τις κατανοεί (Geros) |
- ο εγκέφαλος απογράφει σαν αρνητική πλάκα την αντικειμενική τάξη (Tatakis)
- ⓑ give an account of, describe (near-syn περιγράφω):
- "γράφω γραμματική" σημαίνει "ταξινομώ και ~ τις δομές του συνόλου" (Geros) |
- η παραπάνω ανάλυση δεν έχει εξαντλητικά απογράψει τους συγκινησιακούς θησαυρούς των καλλιτεχνικών εντυπώσεων (Papanoutsos)
- ③ finish writing:
- πολλά χωρία φέρνουν στο νου τη θριαμβική κραυγή του Nίτσε, όταν απόγραψε το δεύτερο μέρος του Zαρατούστρα (Prevelakis)
- ④ strike off (a list), cross out, erase (syn διαγράφω L, ξεγράφω, σβήνω):
- τον δείνα τον έχουμε απογράψει απ' τα κατάστιχα
[fr postmed, MG απογράφω (Livistios) ← PatrG ← K (also pap), AG]
- ① take census, count, register (syn κάνω απογραφή, near-syn καταγράφω, καταμετρώ):
[Λεξικό Κριαρά]
- απογράφω (I).
-
- 1) Kαταγράφω (κάπου)· θεωρώ, λογαριάζω ως:
- καρδιά μου κατονομάζω σε, ψυχή μου σε απογράφω (Λίβ. Esc. 1872).
- 2) Tελειώνω το γράψιμο:
- (Aλεξ. 761).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = (προκ. για χαρτί) γεμάτος από γράμματα, γραμμένος:
- (Λίβ. Esc. 1111).
[αρχ. απογράφω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαταγράφω (κάπου)· θεωρώ, λογαριάζω ως:
[Λεξικό Κριαρά]
- απογράφω (II),
- βλ. υπογράφω.