Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογοητεύω [apoγoitévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : προκαλώ σε κπ. απογοήτευση, διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες του, του δημιουργώ την αίσθηση ή τη βεβαιότητα ότι κτ. ευχάριστο που περιμένει δεν πρόκειται να συμβεί: Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω
Aπογοητεύθηκα πολύ που δεν τον είδα. Δεν πρέπει να απογοητεύεσαι έτσι εύκολα. Tο βιβλίο / το έργο με απογοήτευσε, ήταν κατώτερο από αυτό που περίμενα. Έφυγε απογοητευμένος. Είμαι απογοητευμένος μαζί σου. Είναι απογοητευμένος από τη ζωή του, δεν κάνει τη ζωή που θα ήθελε.
[λόγ. απο- γοητεύω μτφρδ. γαλλ. désenchanter]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογοητεύω [apoγoitévo] (& απαγοητεύω) ipf απογοήτευα, aor απογοήτευσα & απογοήτεψα, mediop απογοητεύομαι, ipf απογοητευόμουν, aor απογοητεύθηκα & απογοητεύτηκα, pf & plupf έχω-είχα απογοητευθεί (& απογοητευτεί), είμαι-ήμουν απογοητευμένος (& απογοητεμένος) (L)
- disappoint, let down, dishearten (near-syn απελπίζω 1, αποκαρδιώνω):
- η επαφή με την πραγματικότητα απογοητεύει (Panagiotop) |
- με απογοήτεψε η στάση του Γ., που ήταν ένα συναισθηματικό ξέσπασμα (Tsirkas) |
- απογοητεύθηκα απ' ό,τι μας προσφέρθηκε να φάμε (Chatzinis) |
- τα παιδιά, αν αποτύχουν, απογοητεύονται και θέλουνε να πεθάνουν (KPapa) |
- είμαι απογοητευμένος για την ελάχιστη εντύπωση που τους έκαμε το νέο μου (Venezis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απογοητεύω, cpd w. K, AG γοητεύω]
- disappoint, let down, dishearten (near-syn απελπίζω 1, αποκαρδιώνω):