Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογεμίζω [apoyemízo] (& D απογιομίζω) ipf απογέμιζα, aor απογέμισα (subj απογεμίσω)
- ① artill. etc remove the charge, unload (ant γεμίζω):
- προσπαθούσε να απογεμίσει το κυνηγετικό του όπλο και χτυπήθηκε στο μάτι
- ② fill sth up, finish filling (syn γεμίζω εντελώς):
- folkt ρίχνει το τσουβάλι κάτω και τ' απογεμίζει με μαργαριτάρια (Megas) |
- απέραντη χαρά του απογέμιζε την καρδιά του (Psichari) |
- ο περβολάρης τούς απογέμισε το καλάθι (Myriv) |
- folks. για να 'ρχεται η μανούλα σου, δάκρυα να τα γιομίζει, | να 'ρχονται και τ' αδέρφια σου | για να τ' απογιομίζουν (DPetrop) |
- poem ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του (Homer Od 9.297 Kaz-Kakr)
[fr postmed (Somavera) απογεμίζω ← PatrG, K ἀπογεμίζομαι]
- ① artill. etc remove the charge, unload (ant γεμίζω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογεμίζω 1 [apojemízo] Ρ2.1α μππ. απογεμισμένος : γεμίζω κτ. μέχρι επάνω, το γεμίζω τελείως: ~ το μπουκάλι / το βαρέλι.
[απο-4 γεμίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογεμίζω 2 : (στρατ.) για πυροβόλο όπλο, το αδειάζω: Γεμίσατε! Aπογεμίσατε!
[λόγ. απο-2 γεμίζω μτφρδ. γαλλ. décharger (πρβ. ελνστ. ἀπογεμίζομαι `(για πλοίο) βγάζω το φορτίο΄)]