Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογείωση η [apojíosi] Ο33 : για αεροσκάφος, η απομάκρυνσή του από το έδαφος και η ανύψωσή του στην ατμόσφαιρα. ANT προσγείωση: Mην καπνίζετε κατά την ~ του αεροπλάνου. Διάδρομος προσγειώσεων και απογειώσεων.
[λόγ. απογειω- (δες απογειώνω) -σις > -ση κατά το αντ. προσγείωση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογείωση [apoyíosi] η, gen απογείωσης & απογειώσεως (L)
- ① rise fr the ground, take-off (syn απεδάφιση):
- aviat διάδρομος απογείωσης take-off runway |
- ψυχροί άνεμοι και χιονοθύελλα εμπόδισαν την ~ του K. (Palaiologos) |
- γερό πάτημα και εκτίναξη του ελεύθερου ποδιού βοηθούν στην ~ και στον μετεωρισμό του άλτη (TSakellariou)
- ② fig rise, uplifting (syn ανέβασμα 2, ανύψωση 4):
- οι ξένοι πόροι θα επιταχύνουν τη διαδικασία της απογειώσεως από την οικονομική καθυστέρηση (Angelop, adapted) |
- η πρόοδος της επιστήμης δημιουργεί προϋποθέσεις για την πνευματική ~ του ανθρώπου (Papanoutsos)
[fr kath (neol Koumanoudis) απογείωσις]
- ① rise fr the ground, take-off (syn απεδάφιση):