Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογαλάκτιση [apoγaláktisi] η, (L)
- cessation of breastfeeding, ablactation, weaning (syn απογαλακτισμός, αποθηλασμός L, απογαλάκτισμα, απόκομμα)
[fr kath απογαλάκτισις ← MG (7th-14th c.) ← K]