Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβολή η [apovolí] Ο29 : 1.υποχρεωτική απομάκρυνση από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα, τιμωρία που επιβάλλεται σε μαθητές που δεν πειθαρχούν: Tιμωρήθηκε με τρεις μέρες ~. 2. αυτόματη διακοπή της κύησης και θάνατος του κυήματος μέσα στην κοιλιά της μητέρας: Έκανε / έπαθε ~. Έκανε τρεις γέννες και δύο αποβολές.
[λόγ. < αρχ. ἀποβολή `ρίξιμο μακριά, χάσιμο΄, σημδ.: 1: γαλλ. expulsion· 2: γαλλ. avortement]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποβολή η.
-
- 1) (Προκ. για νύχι) εκρίζωση, ξερίζωμα:
- (Iερακοσ. 4983).
- 2) Eξορία, διώξιμο:
- (Σεισμολ. 95-6).
[αρχ. ουσ. αποβολή. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για νύχι) εκρίζωση, ξερίζωμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβολή [apovolí] η,
- ① dismissal, rejection, expulsion (syn αποπομπή L, διώξιμο):
- ~ της χώρας από τον O.H.E. |
- ~ του υπουργού από την κυβέρνηση |
- ο μαθητής πήρε (or τιμωρήθηκε με) ~ από όλα τα σχολεία |
- γίνεται προσπάθεια αποβολής των δικτατορικών στοιχείων |
- med ~ υγρού από τον μαστό excretion fr the breast (near-syn απέκκριση) |
- ο όρος κάθαρση σημαίνει την ~ επιζήμιων ουσιών από τον οργανισμό (Papanoutsos) |
- η νομή προσβάλλεται με ~ του νομέα, που γίνεται χωρίς τη θέλησή του (Christidis AK) |
- | L phr, AG law ~ των όπλων throwing away one's weapons during flight or desertion |
- ~ του μοναχικού σχήματος relinquishing the status of monk
- ⓐ ling loss, drop:
- ~ συμφώνου μεταξύ φωνηέντων loss of consonant intervocalically (e.g. πλάι { πλάγι)
- ② obstetrics premature cessation of pregnancy, miscarriage, abortion (syn απόβαλμα 1):
- προκλητή ~ (induced) abortion (syn άμβλωση, έκτρωση) |
- παθαίνω, κάνω ~ miscarry, abort (syn αποβάλλω, απορίχνω) |
- η γίδα έπαθε (είχε) μιαν ~ |
- όταν έκανε την ~, ο γιατρός διέταξε αλλαγή κλίματος (Tachtsis)
[fr MG (Kriaras' Lex) αποβολή ← PatrG ← K (also pap), AG]
- ① dismissal, rejection, expulsion (syn αποπομπή L, διώξιμο):