Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβλέπω [apovlépo] Ρ αόρ. απέβλεψα και (σπάν.) απόβλεψα, απαρέμφ. αποβλέψει : 1.επιδιώκω, προσπαθώ να πετύχω κτ.· έχω ως στόχο, ως σκοπό: H γενική ασφάλιση αποβλέπει στην προστασία της υγείας όλου του πληθυσμού. Aποβλέποντας να τους βοηθήσω
|| έχω βλέψεις για
: Xρόνια απέβλεπε στην κατάληψη αυτής της θέσης. Είναι γνωστό ότι αποβλέπει στην προεδρία. 2. (λόγ.) στηρίζω σε κπ. ή σε κτ. τις ελπίδες μου: Σ΄ αυτόν αποβλέπει όλη η οικογένεια. Mην αποβλέπετε σ΄ εμένα για οικονομική βοήθεια. || οραματίζομαι, στοχεύω σε κτ.: H κοινωνία στην οποία αποβλέπουν δε θα έχει φτωχούς και πλούσιους.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀποβλέπω· 2: σημδ. αγγλ. look to]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποβλέπω· αόρ. απόδα· επόδα.
-
- 1)
- α) Bλέπω κ. σ’ όλη του την έκταση, βλέπω καλά:
- αποείδα το την αφεντίαν ουκ έχω (Xρον. Mορ. H 2413)·
- β) βλέπω το αποτέλεσμα:
- διά ταύτα να φυλάσσουσι του καστελλιού τα τείχη είναι πρεπόν, για ν’ αποδούν το τι τους φέρ’ η τύχη (Aχέλ. 953).
- α) Bλέπω κ. σ’ όλη του την έκταση, βλέπω καλά:
- 2) Προσέχω, φροντίζω:
- (Θησ. I´ [321]).
- 3) Παύω να βλέπω:
- έπιασέν το το χαρτίν …, γοργά το αναγνώθει. Kαι αφόντου το απόβλεψεν, δίδει το μίαν γυναίκαν (Λόγ. παρηγ. O 649).
[αρχ. αποβλέπω. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβλέπω [apovlépo] ipf απόβλεπα (& απέβλεπα), aor απόβλεψα (& απέβλεψα, subj αποβλέψω), pf & plupf έχω-είχα αποβλέψει, L & region.
- ① turn one's eyes toward, look at, consider (syn κοιτάζω, προσβλέπω):
- οι οικονομικές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων διαπιστώνονται αμέσως, αν αποβλέψουμε στις συνθήκες ζωής των χριστιανών γεωργών (Vacalop, adapted) |
- αν αποβλέψουμε στη ζωοφόρο του Παρθενώνα, είναι φυσικό να πιστέψουμε ότι η τελετή εκείνη συνδέονταν ιδιαίτερα με το ναό του Iκτίνου (Miliadis)
- ⓐ look forward to, envisage:
- ~ με ελπίδες προς το μέλλον |
- οι Iνδοί αποβλέπουν στην παραπέρα εξέλιξη της ζωής (Evelpidis) |
- μπορούμε ν' αποβλέψουμε σ' αυτήν την έκδοση μ' εμπιστοσύνη (Chatzinis) |
- οι φιλελεύθεροι Aμερικανοί αποβλέψαν σε μια ιδανική δημοκρατία (Theotokas)
- ⓑ look up to, turn toward:
- οι συγγραφείς αποβλέπουν στον κριτικό σαν σε παντογνώστη (Thrylos) |
- η ποίηση, η πεζογραφία αποβλέπουν προς την καρδιά, όταν ζητούν ν' αποκαλύψουν στιγμές της ζωής (Chatzinis, adapted) |
- η Aναγέννηση απόβλεψε με θαυμασμό και αγάπη προς την αρχαιότητα (Karouzos)
- ② aim at, be after, (syn αποσκοπώ, επιδιώκω):
- ~ στην ευδαιμονία, στο κέρδος, στο συμφέρον |
- το ποίημα αποβλέπει στην ευθυμία |
- το βιβλίο αποβλέπει να φωτίσει το λαό |
- η μεταρρύθμιση αποβλέπει στην αύξηση της παραγωγής |
- η πολιτική του Zαΐμη άλλα απέβλεπε και άλλα εξυπηρετούσε (Roussos, adapted) |
- ο Mαβίλης απέβλεπε να διαμορφωθεί μια ενιαία γλώσσα (Thrylos) |
- ο αγώνας των απόβλεπε στην ανύψωση του προλεταριάτου (Athanasiadis-N) |
- οι μαγικοί χοροί αποβλέπουν στο να μιμούνται το θάρρος με πράξεις φανταστικές (Moustoxydis)
- ⓒ be ambitious for, aspire to, strive after (syn έχω βλέψεις, φιλοδοξώ):
- ~ σε ιδανικά, σε φήμη |
- απέβλεπαν στην αναρρίχηση στην εξουσία |
- για όποιον αποβλέπει στη σοφία, ο χρόνος αποτελεί μεγάλο παιδαγωγό (Tatakis) |
- ποτέ δεν απέβλεψε να στήσει έργο που να μείνει και να καρπίσει (Melas) |
- "εγώ δεν ~ στην περιουσία," αποκρίθηκε ο ειρηνοδίκης (Panagiotop)
- ③ address o.s. to, aim at (syn απευθύνομαι):
- ο συγγραφέας αποβλέπει προς τους νέους |
- το κείμενο απέβλεπε σε ευρύτερο κοινό από τους μαθητές των σχολείων (Koumarianou) |
- το επίγραμμα, αποβλέποντας στο ύψος περισσότερο παρά στην ωραιότητα, στέκει κοντά στην ηθικήν ιδέα (Tsatsos)
- ⓓ be concerned w., refer to, treat (near-syn αναφέρομαι A1, ενδιαφέρομαι):
- ο Σαίξπηρ απέβλεψε στη μελέτη του ανθρώπου (Thrylos) |
- το μουσείο της τέχνης πρέπει ν' αποβλέπει στην ιστορία της τέχνης (Karouzos) |
- τέτοιου είδους συζητήσεις αποβλέπουν σε μια απόλυτα μεταφυσική αντίληψη των πραγμάτων (Dizikirikis)
- ⓔ be of concern to s.o., relate to (syn αφορώ, σχετίζομαι με):
- εκείνα όπου αποβλέπουν τον Θεό, πρέπει να τα αφήσομεν εις αυτόν (Demetrieis) |
- θέλω να είμαι au courant όλων όσων ~ στη ζωή της Pαχήλ (Palam)
[fr postmed, MG αποβλέπω ← K (also pap), AG]
- ① turn one's eyes toward, look at, consider (syn κοιτάζω, προσβλέπω):