Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβιώνω [apovióno] Ρ αόρ. απεβίωσα, απαρέμφ. αποβιώσει : (λόγ.) πεθαίνω.
[λόγ. < ελνστ. ἀποβι(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβιώνω s. απεβίωσε.