Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβιομηχάνιση η [apoviomixánisi] Ο33 : ο περιορισμός ή ο μαρασμός της βιομηχανικής παραγωγής μιας χώρας. ANT εκβιομηχάνιση1.
[λόγ. απο- βιομηχαν(ία) -ισις > -ιση μτφρδ. αγγλ. deindustrialization]