Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβιβάζω [apovivázo] -ομαι Ρ2.1 : κατεβάζω κπ., επιτρέπω σε κπ. να κατέβει από ένα συγκοινωνιακό μέσο. ANT επιβιβάζω: Aποβίβασε τους επιβάτες στον παλιό σταθμό. Mην αποβιβάζεστε πριν σταματήσει το τρέ νο. Οι περισσότεροι τουρίστες αποβιβάστηκαν στη Mύκονο. || (στρατ.) κάνω απόβαση: Ο εχθρός αποβίβασε ισχυρές δυνάμεις στην παραλία. Εχθρικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο νησί.
[λόγ. < αρχ. ἀποβιβάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβιβάζω [apovivázo] ipf αποβίβαζα, aor αποβίβασα (& L απεβιβάζω), mi αποβιβάζομαι, ipf αποβιβαζόμουν, aor αποβιβάσθηκα (αποβιβάστηκα, subj αποβιβασθώ/αποβιβαστώ) (L) naut etc
- ① remove persons to shore fr on board a ship, disembark, land (syn ξεμπαρκάρω ant επιβιβάζω L, μπαρκάρω):
- ο αγγλικός στόλος βομβαρδίζει την πόλη κι αποβιβάζει αγήματα (Kazantz)
- ⓐ unload (cargo) fr ship, set ashore (syn ξεφορτώνω):
- ~ εμπορεύματα |
- poem κοιτάξετε ..| αυτούς τους μετανάστες | ν' αποβιβάζουν τις ελπίδες τους | στις αχνισμένες όχθες κλ (Spanias)
- ⓑ cause or allow to get off or out of a vehicle, set down, discharge (near-syn κατεβάζω):
- έρχονταν όλο και νέα αυτοκίνητα, αποβίβαζαν πεζικό (Terzakis)
- ② mi αποβιβάζομαι go ashore, disembark, land (syn ξεμπαρκάρω):
- όταν αποβιβάζεσθε στην Πάρο, ένας παλιός ανεμόμυλος σας υποδέχεται σα γέροντας προεστός (Ouranis) |
- η Πρέβεζα ήταν για το Pήγα το ασφαλέστερο λιμάνι για ν' αποβιβασθεί στην Eλλάδα (Vranousis) |
- ο B. O. αποβιβάστηκε επίσημα στη Σμύρνη με ύφος κατακτητικό (Petsalis)
- ⓒ get off a vehicle (detrain, deplane etc) (syn κατεβαίνω):
- στον βασιλικό σιδηροδρομικό σταθμό μονάχα εστεμμένοι μπορούν να επιβιβασθούν ή ν' αποβιβασθούν (Papatsonis, adapted)
[fr kath αποβιβάζω ← AG]
- ① remove persons to shore fr on board a ship, disembark, land (syn ξεμπαρκάρω ant επιβιβάζω L, μπαρκάρω):