Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβαρβαρώνω [apovarvaróno] ipf αποβαρβάρωνα, aor αποβαρβάρωσα (subj αποβαρβαρώνω), mediop αποβαρβαρώνομαι, aor αποβαρβαρώθηκα (subj αποβαρβαρωθώ), pf έχω αποβαρβαρωθεί (L)
- make s.o. or sth altogether barbarous, barbarize completely (syn εκβαρβαρώνω):
- οι καθαρευουσιάνοι δεν αποβαρβάρωναν τη γλώσσα (Floros)
- ⓐ mediop αποβαρβαρώνομαι become utterly barbarous (syn εκβαρβαρώνομαι):
- δε θ' αποβαρβαρωθούμε εμείς οι ίδιοι, για να εξασφαλίσουμε θέα στους ξένους (Panagiotop)
[fr kath αποβαρβαρώ (-όω) ← MG (12th c.) αποβαρβαρούμαι]
- make s.o. or sth altogether barbarous, barbarize completely (syn εκβαρβαρώνω):