Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβαρβαρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποβαρβαρώνω [apovarvaróno] ipf αποβαρβάρωνα, aor αποβαρβάρωσα (subj αποβαρβαρώνω), mediop αποβαρβαρώνομαι, aor αποβαρβαρώθηκα (subj αποβαρβαρωθώ), pf έχω αποβαρβαρωθεί (L)
  • make s.o. or sth altogether barbarous, barbarize completely (syn εκβαρβαρώνω):
    • οι καθαρευουσιάνοι δεν αποβαρβάρωναν τη γλώσσα (Floros)
  • ⓐ mediop αποβαρβαρώνομαι become utterly barbarous (syn εκβαρβαρώνομαι):
    • δε θ' αποβαρβαρωθούμε εμείς οι ίδιοι, για να εξασφαλίσουμε θέα στους ξένους (Panagiotop)

[fr kath αποβαρβαρώ (-όω) ← MG (12th c.) αποβαρβαρούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες