Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποβίωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποβίωση [apovíosi] η, (L)
  • decease, death (syn θάνατος):
    • οι διατάξεις για τους εκτελεστές διαθήκης εφαρμόζουνται και στις προηγούμενες αποβιώσεις (Christides AK)

[fr kath αποβίωσις ← MG (Assizes etc) ← αποβίωσις (also pap, 5th-6th c.) ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες