Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβίβαση η [apovívasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποβιβάζω· κατέβασμα από συγκοινωνιακό μέσο. ANT επιβίβαση: Σκάλα / θύρα αποβιβάσεως. Οι λιμενικές αρχές δεν επέτρεψαν την ~.
[λόγ. αποβιβα- (αποβιβάζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβίβαση [apovívasi] η, gen αποβίβασης & αποβιβάσεως (L)
- ① naut disembarkation, landing (syn ξεμπαρκάρισμα, ant επιβίβαση):
- ~ επιβατών, στρατευμάτων |
- γυμνάσια αποβίβασης |
- αξιωματικός αποβιβάσεως |
- ~ του πιλότου discharge of the pilot |
- οι βίαιοι άνεμοι κάνουν δύσκολη την ~ (Ouranis)
- ② getting off or out of a vehicle (syn κάθοδος, ant επιβίβαση):
- ~ από αεροσκάφος deplaning |
- ~ από τρένο detraining |
- άγνωστο αν μάρτυρες αντιλήφθηκαν την ~ των δολοφόνων από το αυτοκίνητο
[fr kath (neol Koumanoudis) αποβίβασις, der of αποβιβάζω]
- ① naut disembarkation, landing (syn ξεμπαρκάρισμα, ant επιβίβαση):