Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβάλλω [apoválo] -ομαι Ρ πρτ. απέβαλλα, αόρ. απέβαλα και (προφ.) απόβαλα, απαρέμφ. αποβάλει, παθ. αόρ. αποβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και απεβλήθη, απεβλήθησαν, απαρέμφ. αποβληθεί : I.για ιδιότητες, έξεις κτλ., παύω να έχω: Δεν μπορεί να αποβάλει τις κακές του συνήθειες. Aπέβαλε πια κάθε ντροπή. II. επιβάλλω σε μαθητή την ποινή της αποβολής1, την υποχρεωτική δηλαδή απομάκρυνση από το σχολείο για ορισμένο χρονικό διάστημα εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος: Tον απέβαλαν / τον αποβάλανε για τρεις μέρες. Aποβλήθηκε οριστικά. III. (ιατρ.) 1. για έγκυο γυναίκα, παθαίνω αποβολή2: Έχει αποβάλει τρεις φορές. Φοβήθηκε τόσο πολύ που κόντεψε να αποβάλει. 2. για μόσχευμα που δεν το δέχεται ο οργανισμός· απορρίπτω: Ο οργανισμός απέβαλε το τεχνητό νεφρό, δεν το δέχτηκε.
[λόγ.: I: αρχ. ἀποβάλλω `ρίχνω μακριά, διώχνω, χάνω΄· ΙI: κατά τη σημ. της λ. αποβολή1· ΙΙI1: κατά τη σημ. της λ. αποβολή2· ΙΙI2: σημδ. αγγλ. reject]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποβάλλω.
-
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) εγκαταλείπω, παρατώ:
- αποβαλών δε την γυναίκα και παίδας αυτού, ήλθεν εν τῃ Πόλει (Έκθ. χρον. 6719).
- 2) Δεν αποδέχομαι κ.:
- προσέξατε μήπως αποβάλλοντες το ζήτημά μου … (Eπιστ. Mουρ. B´ 58 B).
- 3) Θανατώνω, φονεύω:
- πολλούς απέβαλε τῳ του πολέμου νόμῳ (Γλυκά, Στ. B´ 17).
- 4) (Mέσ.) απομακρύνομαι από τους κόλπους της εκκλησίας:
- (Aσσίζ. 11529‑30).
- Φρ.
- 1) Αποβάλλομαι του ζην = πεθαίνω:
- (Iερακοσ. 44113).
- 2) Αποβάλλω χολήν = βγάζω χολή από το στομάχι, κάνω εμετό:
- (Oρνεοσ. αγρ. 52726).
- 3) Αποβάλλομαι την ψυχήν = χάνω τη ζωτικότητά μου, εξασθενώ:
- (Δούκ. 797).
[αρχ. αποβάλλω. H λ. και σήμ.]
- 1) (Eνεργ. και μέσ.) εγκαταλείπω, παρατώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβάλλω [apoválo] aor απόβαλα & απέβαλα (subj αποβάλω), pf & plpf έχω-είχα αποβάλει, pass αποβάλλομαι, aor αποβλήθηκα (subj αποβληθώ)
- ① get rid of, cast off, reject, discard (near-syn απορρίπτω, βγάζω, ξεφορτώνομαι):
- ~ αντιλήψεις, ελαττώματα, (καλές, κακές) συνήθειες |
- ~ την υπηκοότητά μου |
- έχει αποβάλει τους κακούς (καλούς) του τρόπους |
- όταν παστώνονται, τα ψάρια αποβάλλουν τη γεύση τους |
- το θαύμα της Aναστάσεως αποβάλλει κι αυτή την πέτρα του τάφου (Palaiologos) |
- μετά τα εξήντα ο άντρας αποβάλλει την κτηνωδία του (Karagatsis) |
- ορισμένα συστατικά αποβλήθηκαν επάνω στην επεξεργασία (Dimaras)
- ② remove, throw out, expel, oust (syn απομακρύνω, διώχνω):
- ~ μέλος του κόμματος |
- οι μοναχοί αποβλήθηκαν από το μοναστήρι |
- για την αυθάδεια αυτή ο μαθητής αποβλήθηκε δεκαπέντε μέρες (Xenop) |
- όσοι περιφρονούν την πειθαρχία της εκκλησίας πρέπει να αποβάλλονται ως αιρετικοί (Kanellop) |
- ο νέος ιδιοκτήτης θα έχει δικαίωμα ν' αποβάλει τον μισθωτή (Christidis AK)
- ③ obstetrics miscarry, abort (syn κάνω αποβολή, απορίχνω):
- της παρουσιάστηκε λοιπόν ο Zευς τόσο φοβερός, ώστε η Σεμέλη απέβαλε από την τρομάρα της (ChZalokostas)
[fr postmed (Somavera) αποβάλλω (-ομαι) ← MG (Kriaras' Lex), PatrG ← K (also pap), AG]
- ① get rid of, cast off, reject, discard (near-syn απορρίπτω, βγάζω, ξεφορτώνομαι):