Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβάθρα η [apováθra] Ο25 : μέρος της παραλίας ή του λιμανιού κατάλληλα διαμορφωμένο για την εύκολη επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών, τη φόρτωση ή εκφόρτωση εμπορευμάτων: Ένα θορυβώδες πλήθος από ταξιδιώτες, χαμάληδες και ναύτες συνωστιζόταν στην ~. || H ~ του σιδηροδρομικού σταθμού.
[λόγ. < αρχ. ἀποβάθρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβάθρα [apováθra] η, (L)
- ① quay, wharf, pier (syn προβλήτα, προκυμαία, σκάλα):
- κατεβήκαμε στη βάρκα και βγήκαμε στην ~ του τελωνείου (Xenop) |
- στην ~ των αντιτορπιλικών έπεσε ομίχλη (Tsirkas)
- ② (rail-station) platform (syn κρηπίδωμα, πλατφόρμα):
- στην ~ του σταθμού περίμεναν διάφοροι θυρωροί ξενοδοχείων (Ouranis)
[fr kath αποβάθρα ← LK (Dio C.) ← K, AG]
- ① quay, wharf, pier (syn προβλήτα, προκυμαία, σκάλα):