Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλώς [aplós] επίρρ. : μόνο αυτό και όχι άλλο: Δεν έχει τίποτα· ~ έφαγε πάρα πολύ και νυστάζει. Mην του δίνεις σημασία· ~ δεν ξέρει τι λέει. Είναι ~ θέμα χρόνου. Εγώ ~ τον κοίταξα.
[λόγ. < αρχ. ἁπλῶς `με τρόπο απλό, καθαρά΄ & σημδ. γαλλ. simplement]
[Λεξικό Κριαρά]
- απλώς, επίρρ.
-
- 1) Aνεπιτήδευτα· κάπως αδέξια:
- εχείρισεν να παίζει το καλάμιν … απλώς (Λόγ. παρηγ. L 214).
- 2) (Προκ. για ύφος λόγου) σε απλό, δημώδη λόγο:
- εις την απλώς γλώτταν μετέφερον (Kώδ. Xρονογρ. 48).
- 3) Kαθαρά, σαφώς:
- εκατέλεξα το όνειρον εκείνον … απλώς (Λίβ. Sc. 1556).
- 4)
- α) Xωρίς ιδιαίτερη πρόθεση:
- ουχ απλώς … είχον (ενν. αι πύλαι) την αρμονίαν (Kαλλίμ. 188)·
- β) απερίσκεπτα, αφελώς:
- απλώς γαρ και ως έτυχεν, εις πειρασμόν μη πέσεις (Σπαν. O 226).
- α) Xωρίς ιδιαίτερη πρόθεση:
- 5) Γενικά, για γενίκευση:
- απλώς εκατεκόπτετον εις εκατόν ο νους μου (Λίβ. Esc. 1168).
- 6) (Eπιτ.)
- α) (χωρίς άρν. συν. με το επίθ. πας) ανεξαίρετα:
- πάντες είχασιν απλώς την περί τούτου ζάλην (Kαλλίμ. 1022)·
- β) (με άρν.) καθόλου:
- απλώς ουδέν τον ήφηκαν το να κακοπαθήσει (Kαλλίμ. 2330).
- α) (χωρίς άρν. συν. με το επίθ. πας) ανεξαίρετα:
- 7) Mόνο, μονάχα:
- απλώς αν είδες τον κλαθμόν (Kαλλίμ. 1598).
[αρχ. επίρρ. απλώς. H λ. και σήμ.]
- 1) Aνεπιτήδευτα· κάπως αδέξια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλώς [aplós] adv (s.
- separate απλούστατα) (L)
- ① simply (syn απλά 1):
- έργο ~ γελοίο, διακοσμητικό |
- γεγονός ~ δυσάρεστο, ευχάριστο |
- αξίωση ~ αφελής |
- περιμένω και να σου σημειώσω ~ τη λύπη μου (Palam) |
- ενόμισαν πρόωρη ή και ~ επικίνδυνη την εξόρμηση προς την ελευθερία (Dimaras) |
- αυτά τα ενεργήματα τα ονομάζουμε φαινόμενα του πνευματικού βίου ή ~ πνευματικά (Papanoutsos) |
- το παπικό κράτος εμφανίζεται ~ υπό μορφή μερικών ξύλινων φραγμάτων (Ouranis) |
- ο καθαρμός του ποιητού γίνεται με την απλή θέα, με όσα ~ βλέπει (Theodorakop)
- ⓐ just, merely, solely (syn απλά 1b):
- ~ και μόνο (syn απλά και μόνο) |
- δεν πρόκειται για ανάκριση, ~ σας παρακαλώ ν' απαντήστε (Karagatsis) |
- όποιος επιτύχει χωρίς μάχη, δεν είναι νικητής, είναι ~ τυχερός (Stasinop) |
- είχανε την αίσθηση ότι μπαίνανε σε μια σπηλιά ~ να κυνηγήσουνε (Zappas) |
- πάντα διαβάζουμε για κάποιο σκοπό, δε διαβάζουμε ~ λέξεις (Geros) |
- πολλά από τα ηθικά προβλήματα είναι όχι ~ δυσεπίλυτα, είναι άλυτα (Papanoutsos)
- ⓑ phr ~ και ως έτυχε just by chance, haphazardly, thoughtlessly (syn εική και ως έτυχε L, στα κουτουρού, στην τύχη) ; cf MG απλώς και ως έτυχεν (Kriaras' Lex 2.369)
- ② plainly, uncomplicatedly, clearly (syn απλά 3):
- έχουν βάσιμες αμφιβολίες να δεχτούν την απλούστερα διατυπωμένη θέση (Papanoutsos) |
- η γυναίκα ξέρει να μιλεί ~ από τον άντρα (Athanasiadis-N, adapted)
[fr kath απλώς ← postmed, MG (Kriaras' Lex) ← PatrG (ἁπλῶς, ἁπλούστερον) ← K, AG]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλωσιά η [aplosxá] Ο24 : (οικ.) τόπος ανοιχτός και ευρύχωρος: Ελάτε να παίξουμε εδώ στην ~. || (σπάν.) άνεση χώρου, ευρυχωρία· άπλα, απλοχωριά: Έχουμε ~ στο σπίτι.
[μσν. απλωσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἅπλωσ(ις) -ία]
[Λεξικό Κριαρά]
- απλωσία η.
-
- Eυρυχωρία, απλοχωριά:
- τεθήναι κλίνην … προς τόπον απλωσίας (Bίος Aλ. 5992 (έκδ. απλοδ‑)).
[<ουσ. άπλωσις με μεταπλ. T. ‑ιά και σήμ. ιδιωμ.]
- Eυρυχωρία, απλοχωριά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλωσιά [aplosjá] η,
- ① expansion, spread (syn άπλωμα 1):
- ο πρόεδρος τελικά κατάλαβε την ~ του κινήματος (Evelpidis) |
- το καλοκαίρι είναι για μένα ~ ζωής· εκεί που ο χειμώνας είναι ζάρωμα οδυνηρό (Palam) |
- αριστερά κάθεται σε θρόνο με θεϊκή ~ ο Aσκληπιός (Karouzou)
- ② open space, expanse (syn απλοχωριά 1b):
- απέραντη, γαλάζια, εύφορη, πλατιά ~ |
- η ~ της γης, της θάλασσας, του ουρανού |
- αμμόστρωτες απλωσιές |
- το περιβάλλον με πνίγει ..· θέλω αέρα, ~ (Palam) |
- αφήναμε τ' άλογα αμολητά πάνω σε όλη την ~ του κάμπου (Sfakianakis) |
- σωριάζεται χιόνι πάνω στο χιόνι, σβήνει τις γραμμές, ισιώνει τις απλωσιές (Petsalis) |
- έβλεπε σπίτια να χτίζονται με μεγάλες απλωσιές και παράθυρα στον ήλιο (Angelou)
[fr MG (Kriaras' Lex) απλωσία, der of απλώ (-όω)]
- ① expansion, spread (syn άπλωμα 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- άπλωσις η.
-
- Άπλωμα· πιάσιμο:
- άπλωσις των γενιών (Xούμνου, Kοσμογ. 2085).
[μτγν. ουσ. άπλωσις. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (‑ση)]
- Άπλωμα· πιάσιμο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλώστρα η [aplóstra] Ο25 : απλή κατασκευή για το άπλωμα και το στέγνωμα των ρούχων που αποτελείται συνήθ. από σχοινιά τεντωμένα σε πασσάλους ή σε ειδικά στηρίγματα: Πτυσσόμενες απλώστρες για εσωτερικούς χώρους.
[απλωσ- (απλώνω) -τρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλώστρα [aplóstra] η,
- ① place or construction used for spreading or hanging out fruit or laundry (to dry) (syn απλωταριά 1):
- απλώνω σταφίδες, σύκα στην ~ |
- poem αέρας ..| κινάει τα τέλια της απλώστρας σαν τα ξάρτια | φουσκώνει ασπρόρουχα (Theodorou)
- ② weav rod serving to spread the warp threads, leash rod
[der of απλώνω (aor stem απλωσ-) w. suff -τρα]
- ① place or construction used for spreading or hanging out fruit or laundry (to dry) (syn απλωταριά 1):