Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλόχωρος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλόχωρος -η -ο [aplóxoros] Ε5 : που έχει απλοχωριά, άνεση χώρου, ευρυχωρία, άπλα: Aπλόχωρο δωμάτιο / σπίτι. ~ τόπος. απλόχωρα ΕΠIΡΡ: Στο καινούριο σπίτι είμαστε πιο ~.

[μσν. απλόχωρος < απλο- 1 + χώρ(ος) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλόχωρος, -η, -ο [aplóxoros]
  • ① of broad expanse, spacious, wide:
    • ~ ουρανός |
    • απλόχωρη ήπειρος, κοιλάδα, λεωφόρος, πλατεία, προκύμαια |
    • απλόχωρο δάσος, πλάτωμα |
    • απλόχωρη πολιτεία |
    • η Aίγυπτος, από απλόχωρη και πλούσια που ήταν, γίνεται στενή και φτωχή (Ouranis) |
    • το Φαγιούμ είναι μια απλόχωρη όαση (Panagiotop)
  • ⓐ spacious, roomy (syn ευρύχωρος, ant στενός, στενόχωρος):
    • απλόχωρη αυλή, εκκλησία, σάλα |
    • απλόχωρο διαμέρισμα, δωμάτιο, εργαστήριο, παλάτι |
    • απλόχωρα εκπαιδευτικά ιδρύματα |
    • poem και πλάι στο μαύρο εστάθη απλόχωρο καράβι του Oδυσσέα (Hοmer Il 8.222 Kaz-Kakr)
  • ② ample, large, wide (syn φαρδύς, ant στενός):
    • ( μανδύας, απλόχωρη ρόμπα |
    • αρπάζοντας έν' άλλο φόρεμα, λιγότερο απλόχωρο, το πέρασε στο κορμί της (Drosinis) |
    • σαμάρωσε το γαϊδούρι με το απλόχωρο σαμάρι (PPapachristodoulou) |
    • μια γυναίκα είχε λαγγόνια απλόχωρα σα σκάφη (Prevelakis) |
    • η επιστήμη όλο χύνει νέες φόρμες, πιο απλόχωρες (Papanoutsos)
  • ⓑ fig broad, free, unrerstrained:
    • απλόχωρες κινήσεις |
    • η ψυχή ήταν αλαφριά κι απλόχωρη, για να μη νοιώθει το δυνάστη που λέμε αίσθηση (TAthanasiadis) |
    • στεκόμαστε στο έργο του με μια απλόχωρη προοπτική κριτικής περισυλλογής (Karantonis) |
    • poem θέλει η συμπόνοια απλόχωρη καρδιά για να χωρέσει (LAlexiou)

[fr postmed απλόχωρος, cpd of απλο- (απλώνω) & χώρος; cf ευρύχωρος, στενόχωρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες