Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλόχερος -η -ο [aplóxeros] Ε5 : που γίνεται με απλοχεριά: Aπλόχερη χειρονομία.
απλόχερα ΕΠIΡΡ: ~ σκορπίζει τα πλούτη του. [απλο- 1 + χέρ(ι) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλόχερος, -η, -ο [aplóçeros]
- openhanded, generous, liberal (syn ανοιχτός 8c):
- δε λυπάται τα βρισκούμενα, παρά είναι απλόχερη κατά τη δύναμή της (Karouzos)
[fr postmed (Somavera) απλόχερος, der of απλώνω & χέριν by anal. of γενναιόδωρος, cf ant σφιχτός etc]
- openhanded, generous, liberal (syn ανοιχτός 8c):