Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλόχερα [aplóçera] adv
- ① w. open or outstretched arms:
- κολυμπώ ~ |
- από αντίκρυ ήρθε λάμνοντας ~ (Terzakis)
- ② openhandedly, generously, liberally (syn ανοιχτόχερα, γενναιόδωρα, near-syn σπάταλα):
- μοιράζω, ξοδεύω, προσφέρω, χαρίζω ~ |
- οι γονείς δίνουν ~ στα παιδιά τους ό,τι ζητούν |
- οι παραγωγοί θα διαθέσουν ~ το λάδι τους στην αγορά |
- η οργάνωση οπλιζόταν ~ από τους κατακτητές |
- δεχότανε τις ευκές που ~ του δίναν αποπαντού (Myriv) |
- το παραθυράκι φέρνει ~ τις μυρουδιές απ' τα καζάνια (Petsalis) |
- poem η ευτυχιά τα δώρα της ~ σκορπά (Gryparis) |
- τ' άκαρπο χιόνι ~ | σπέρνει ο χιονιάς (Agras)
[fr postmed (Somavera) απλόχερα, der of απλόχερος]
- ① w. open or outstretched arms: