Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλωσιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλωσιά η [aplosxá] Ο24 : (οικ.) τόπος ανοιχτός και ευρύχωρος: Ελάτε να παίξουμε εδώ στην ~. || (σπάν.) άνεση χώρου, ευρυχωρία· άπλα, απλοχωριά: Έχουμε ~ στο σπίτι.

[μσν. απλωσία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἅπλωσ(ις) -ία]

[Λεξικό Κριαρά]
απλωσία η.
  • Eυρυχωρία, απλοχωριά:
    • τεθήναι κλίνην … προς τόπον απλωσίας (Bίος Aλ. 5992 (έκδ. απλοδ‑)).

[<ουσ. άπλωσις με μεταπλ. T. ιά και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλωσιά [aplosjá] η,
  • ① expansion, spread (syn άπλωμα 1):
    • ο πρόεδρος τελικά κατάλαβε την ~ του κινήματος (Evelpidis) |
    • το καλοκαίρι είναι για μένα ~ ζωής· εκεί που ο χειμώνας είναι ζάρωμα οδυνηρό (Palam) |
    • αριστερά κάθεται σε θρόνο με θεϊκή ~ ο Aσκληπιός (Karouzou)
  • ② open space, expanse (syn απλοχωριά 1b):
    • απέραντη, γαλάζια, εύφορη, πλατιά ~ |
    • η ~ της γης, της θάλασσας, του ουρανού |
    • αμμόστρωτες απλωσιές |
    • το περιβάλλον με πνίγει ..· θέλω αέρα, ~ (Palam) |
    • αφήναμε τ' άλογα αμολητά πάνω σε όλη την ~ του κάμπου (Sfakianakis) |
    • σωριάζεται χιόνι πάνω στο χιόνι, σβήνει τις γραμμές, ισιώνει τις απλωσιές (Petsalis) |
    • έβλεπε σπίτια να χτίζονται με μεγάλες απλωσιές και παράθυρα στον ήλιο (Angelou)

[fr MG (Kriaras' Lex) απλωσία, der of απλώ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες