Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλυσιά η [aplisxá] Ο24 : η ιδιότητα και η κατάσταση του άπλυτου: Mε την ~ που έχει
[αρχ. ἀπλυσία (μαρτυρείται στη σημ.: `σφουγγάρι με σκούρο κίτρινο χρώμα΄, ελνστ. σημ.: `βρομιά΄) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- απλυσιά η· απλυχιά.
-
- Tο να είναι κανείς άπλυτος:
- H αλουχιά κι η απλυχιά τα είχενε καμένα (Θρ. Kύπρ. 535).
[μτγν. ουσ. απλυσία. O τ. και σήμ. κυπρ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Tο να είναι κανείς άπλυτος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλυσιά [aplisjá] η,
- state of being unwashed, dirtiness, uncleanliness (syn αλουσιά1, near-syn απαστριά):
- αφάνταστη, αφόρητη, μεγάλη ~ |
- μυρίζει ~ |
- η ~ των ανθρώπων, της λαϊκής γειτονιάς |
- νοιώθω την ανάγκη να κάνω ένα λουτρό, ύστερα από τόσων ωρών ~ (Drosinis) |
- ένα μεγάλο σκυλί ήτανε κίτρινο και σταχτί από την ~ (Tsirkas) |
- η ατμόσφαιρα είναι βαριά από μπόχα κρασιού κι απλυσιάς (Karagatsis) [fr postmed (Somavera), MG απλυσιά (Kriaras' Lex) ← K (1st c. BC) àπλυσιά ← AG (Aristotle
[+]) bes ἄπλυτος]
- state of being unwashed, dirtiness, uncleanliness (syn αλουσιά1, near-syn απαστριά):