Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλούστατα [aplústata] adv (L)
- ① quite simply, just:
- οι γυναίκες δεν είναι ποτέ υπεύθυνες για τα λάθη τους, γιατί ~ τα προκαλούμε εμείς οι άντρες (Vrettakos) |
- ο αρχαίος φιλόσοφος, όταν κάποιος υποστήριζε πως δεν υπάρχει κίνηση, σηκώθηκε ~ και περπάτησε (Palam) |
- συχνές είναι οι μάχες μεταξύ τους είτε για ζητήματα γλωσσικά είτε για θρησκευτικά είτε ~ για φυλετικά (Evelpidis) |
- κίνδυνος για το αεροπλάνο δεν υπάρχει· όταν είναι δυνατό να υπάρξει κίνδυνος, το αεροπλάνο ~ δεν αναχωρεί (Ouranis)
- ② in a very simple manner, quietly (near-syn απλά 2b):
- κι αφελέστατα ~ ξεκλείδωσε ένα συρτάρι κ' έβγαλε από μέσα το τσεκ (Xenop) |
- απαθέστατα και ~ βάζει το παιδί του να ξαρματώσει το γέρο (Athanasiadis-N)
[S of απλώς, der of απλούστατος, this last S of απλούς]
- ① quite simply, just: