Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλούς -ή -ούν
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απλούς, -ή, -ούν [aplús] C -ούστερος, -η, -ο S -ούστατος, -η, -ο (L)
  • ① uncomplicated, simple, plain (syn απλός 2):
    • απλούστατη αλήθεια |
    • απλούστατο σχέδιο |
    • απλούστατο πράγμα the simplest thing in the world, simplicity itself |
    • για τον απλούστατο λόγο ότι for the simple reason that |
    • χορεύουν τους φαινομενικά απλούστατους ελληνικούς χορούς (Stratou) |
    • η εφεύρεση των μηχανών έφερε την υποτίμηση του ανθρώπινου μυαλού, τουλάχιστο στις απλούστερες και συνηθισμένες ενέργειες (Evelpidis) |
    • με την κατάργηση των διατιμήσεων ο έλεγχος των καταστημάτων θα είναι απλούστερος (PSolomos) |
    • την καθαρεύουσα στην απλούστερη μορφή της έπρεπε οι απόφοιτες να μπορούν να τη γράφουν σωστά (Delmouzos)
  • ⓐ not complex, uncomplex, simple (syn απλός 2b):
    • math απλούν κλάσμα, ολοκλήρωμα |
    • επιφάνεια απλής συνοχής simply connected surface |
    • med απλούν κάταγμα fracture of bone not accompanied by a break in the skin, simple or closed fracture |
    • η αναλυτική εργασία συνίσταται στην αποσύνθεση των αληθειών σε άλλες απλούστερες (Georgoulis) |
    • η πίστη εξελίχτηκε σιγά σιγά από απλούστερες παραστάσεις (Theodoridis) |
    • poem .. και στα απλούστερα στοιχεία | βρίσκεται του θεού η βαθιά σοφία (Zevgoli)
  • ⓑ plain, easy, intelligible (syn απλός 2c):
    • το ευαγγέλιο μεταφράστηκε σε απλούστερη γλώσσα, για να το νοιώθει ο ελληνικός λαός (Papantoniou, adapted)
  • ② ordinary, plain (syn απλός 3):
    • poem ποιος μπορεί σίγουρα | να ετοιμάσει | ένα απλούστατο | βραδινό φαΐ | από το μεσημέρι; (ThFrangop)
  • ③ unaffected, sincere (syn απλός 4b):
    • είναι ένας άντρας απλούστατος, χωρίς καμιά επιτήδευση, καμιά πόζα (Venezis)

[fr kath απλούς ← MG (15th c.), PatrG ← K (also pap) & AG ἁπλοῦς]

[Λεξικό Κριαρά]
απλούσθερος, επίθ.,
βλ. απλός.
[Λεξικό Γεωργακά]
απλούστατα [aplústata] adv (L)
  • ① quite simply, just:
    • οι γυναίκες δεν είναι ποτέ υπεύθυνες για τα λάθη τους, γιατί ~ τα προκαλούμε εμείς οι άντρες (Vrettakos) |
    • ο αρχαίος φιλόσοφος, όταν κάποιος υποστήριζε πως δεν υπάρχει κίνηση, σηκώθηκε ~ και περπάτησε (Palam) |
    • συχνές είναι οι μάχες μεταξύ τους είτε για ζητήματα γλωσσικά είτε για θρησκευτικά είτε ~ για φυλετικά (Evelpidis) |
    • κίνδυνος για το αεροπλάνο δεν υπάρχει· όταν είναι δυνατό να υπάρξει κίνδυνος, το αεροπλάνο ~ δεν αναχωρεί (Ouranis)
  • ② in a very simple manner, quietly (near-syn απλά 2b):
    • κι αφελέστατα ~ ξεκλείδωσε ένα συρτάρι κ' έβγαλε από μέσα το τσεκ (Xenop) |
    • απαθέστατα και ~ βάζει το παιδί του να ξαρματώσει το γέρο (Athanasiadis-N)

[S of απλώς, der of απλούστατος, this last S of απλούς]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλούστατος, -τερος s. απλούς.
[Λεξικό Γεωργακά]
απλουστευμένος, -η, -ο [aplustevménos] (L)
  • made simple or simpler, simplified (syn απλοποιημένος):
    • ~ μηχανισμός |
    • απλουστευμένη αλληλογραφία, διαδικασία, εξήγηση, καθαρεύουσα |
    • σήμερα υπάρχει μια τάση τα σκηνικά να είναι συμβολικά κι απλουστευμένα (Moustoxydis) |
    • το παιδί θα δεχθεί στο σχολείο, έστω και απλουστευμένα, τα στοιχεία που θα του επιτρέψουν να εξελίξει τη σκέψη του (Kasimatis, adapted)

[fr απλουστευμένος (kath ηπλουστευμένος), ppp of απλουστεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλούστευση η [aplústefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλουστεύω. 1. η μετατροπή σύνθετου ή πολύπλοκου σε απλό ή απλούστερο· η απλοποίηση: H έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού επέβαλε την ~ της εργασίας. Ο νόμος προβλέπει την ~ του φορολογικού συστήματος. 2. απλοϊκή, αφελής παρουσίαση απόψεων, κρίσεων κτλ.: Παραγνωρίζει την πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων και γι΄ αυτό καταλήγει σε επικίνδυνες απλουστεύσεις.

[λόγ. απλουστεύ(ω) -σις > -ση απόδ. γαλλ. simplification]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλούστευση [aplústefsi] η, gen απλούστευσης & απλουστεύσεως, (L)
  • act, process or result of making simpler, simplification (syn απλοποίηση):
    • συστηματική ~ |
    • ~ της διαδικασίας, της θεωρίας, της ορθογραφίας |
    • η κατάργηση του χαρτοσήμου θα εξασφαλίσει οικονομία, ~ και συντόμευση (PSolomos) |
    • κάθε προσπάθεια απλουστεύσεως της γλώσσας χαρακτηριζόταν σαν κομμουνιστική δολιοφθορά |
    • το ορθό στην πολιτική δε βρίσκεται στις μεγάλες απλουστεύσεις των πολιτικών ιδεών (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απλούστευσις]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλουστευτής [aplusteftís] ο, (L)
  • one who simplifies, simplifier:
    • και στο φορολογικό θέμα οι απλουστευτές Bόρειοι απέφυγαν τις περιπλοκές (Papantoniou, adapted)

[fr kath (neol) απλουστευτής, der of απλουστεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλουστευτικά [aplusteftiká] adv (L)
  • in a manner aiming at simplification (near-syn απλοποιημένα):
    • όλα αυτά που μας λέγονται είναι πολύ γραμμικά, ~ δοσμένα (Terzakis)

[der of απλουστευτικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλουστευτικός -ή -ό [aplusteftikós] Ε1 : που κάνει κτ. να είναι ή να φαίνεται απλούστερο: Aπλουστευτική ερμηνεία ενός αρκετά πολύπλοκου φαινομένου.

[λόγ. απλουστεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες