Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλοϊκός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλοϊκός -ή -ό [aploikós] Ε1 : που δεν έχει την ικανότητα να σκέφτεται σύνθετα και σε βάθος, και που κατά συνέπεια δείχνει μια σχεδόν παιδική ευπιστία και εμπιστοσύνη: ~ άνθρωπος. Aπλοϊκό μυαλό. Aπλοϊκή πίστη / ψυχή. Tα έργα του έχουν μια αφέλεια και μια απλοϊκή χάρη. απλοϊκά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἁπλοϊκός `φυσικός, απλός΄ σημδ. γαλλ. simple]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλοϊκός1 [aploikós] ο, (L)
  • simpleminded or naïve person, simpleton (syn ο απλός, ο αφελής):
    • η ανθρωπιά γίνεται πρόσχημα προορισμένο να συγκινήσει τους απλοϊκούς ή τους απελπισμένους (Panagiotop) |
    • τις καταστροφές αυτές λέει στους απλοϊκούς πως τις εκτελεί κατά διαταγή των Bρεταννών (ChZalokostas) |
    • χρειάζεται ένα θαύμα για να σταθεί το αφήγημα και να μη στηριχτεί μόνο στην ευπιστία των απλοϊκών (Charis)

[substantiv. m of απλοϊκός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλοϊκός2, -ή, -ό [aploikós]
  • ① lacking complexity, uncomplicated, simple (syn απλός 2, ant περίπλοκος):
    • απλοϊκό αίνιγμα, παραμύθι |
    • οι Nορμανδοί άρχισαν να γράφουν απλοϊκά χρονικά, χωρίς ρητορεία (Kazantz) |
    • δίχως τη φιλοσοφία, ο χριστιανισμός δε θ' άφηνε την πρώτη του απλοϊκή μορφή (Theodorakop) |
    • ποτές δεν επετεύχθη με τόσο απλοϊκά μέσα μια τόσο έντονη εντύπωση (GIoannou)
  • ⓐ unpolished, plain, crude:
    • απλοϊκή τέχνη, τεχνική |
    • απλοϊκά γιατροσόφια |
    • θα φανεί ~ ο τρόπος που αφηγήθηκα τη σύντομη τούτη ιστορία (Seferis)
  • ⓑ oversimplified, simplistic:
    • απλοϊκή θεωρία, οικονομική πολιτική |
    • απλοϊκοί ορισμοί της ιστορίας δεν μπορούν να μας ικανοποιήσουν (Evelpidis, adapted) |
    • η ήττα φέρνει την παρακμή· αυτή είναι η απλοϊκότερη ερμηνεία (Athanasiadis-N)
  • ② simple, plain, unsophisticated (syn απλός 4, αφελής):
    • ~ επαρχιώτης, καλόγερος, λαός, ψαράς |
    • απλοϊκή ζωή, πίστη, πόλη, ψυχή |
    • απλοϊκό κορίτσι, μάτι |
    • απλοϊκό πάθος, περιοδικό, τοπίο |
    • οι απλοϊκοί κάτοικοι της υπαίθρου |
    • απλοϊκοί πρωτόγονοι άνθρωποι |
    • έχει πολύ απλοϊκούς τρόπους |
    • απλοϊκοί γραμματισμένοι πάσχιζαν ν' ανάψουν στις παιδικές ψυχές τη φλόγα (Delmouzos) |
    • η εισαγωγή κατατόπιζε λογικά τον απλοϊκό θεατή (Melas) |
    • ζωγράφοι και λόγιοι έδωσαν τον πολιτισμό στους απλοϊκούς εμπόρους της Aδριατικής (ChZalokostas) |
    • οι Έλληνες κλασικοί είναι πολύ απλοϊκοί για την περίπλοκη εποχή μας (Athanasiadis-N)
  • ⓒ simpleminded, naïve, innocent (syn αγαθός 3, απονήρευτος, αφελής):
    • ~ ρομαντισμός, συναισθηματισμός |
    • απλοϊκή αντίληψη, απορία, ευχαρίστηση, ιδέα, σκέψη, φλυαρία |
    • απλοϊκό και απονήρευτο παιδί |
    • πήρε απλοϊκό ύφος |
    • οι προφητείες απηχούν στις απλοϊκές μάζες |
    • τι απλοϊκοί που 'ναι οι άνθρωποι να νομίζουνε πως τα ξέρουν όλα (Karyotakis) |
    • ο Όμηρος δεν είναι φθαρμένος από πολύ στοχασμό· είναι απλός, όχι ~ (Panagiotop, adapted) |
    • η απλοϊκή φαντασία των ψαράδων βλέπει παντού τέρατα (Vasilikos) |
    • poem ήταν μια μαθήτρια απλοϊκή | κι άκακα λόγιαζε τον πονηρό τον πόνο (LPalam)

[fr kath απλοϊκός ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες