Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοϊκά [aploiká] adv (L)
- ① simplemindedly, naïvely (syn αφελώς, syn phr με αφέλεια):
- είμαι ένας νέος που θέλει να πιστέψει ~ και χωρίς να ρωτάει (Kazantz) |
- ο Kολόμβος ~ θαρρούσε πως πατούσε τις δυτικές Iνδίες (Papatsonis, adapted) |
- "μα για τι πράμα να σας συχωρέσω;" τον ρώτησε, ~ απορημένη (Terzakis) |
- έχομε σχηματίσει μέσα στη φαντασία μας ένα θεό ~ καλοκάγαθο (Papanoutsos)
- ⓐ innocently, artlessly (syn αθώα):
- οι γερόντοι γελάνε ~, δίχως πείραξες σατανικές (Papatsonis) |
- τον κοιτάζει με μάτια γεμάτα από την πιο ~ περήφανη εμπιστοσύνη (Spandonidis) |
- όλοι οι έρωτες του Γκαίτε αρχίζουν ~, παίζοντας, από φιλία (Athanasiadis-N)
- ② in an unpolished manner, plainly, crudely (near-syn αδέξια 1):
- ο λαός επρόσεξε τα επεισόδια του Θείου Δράματος, καθώς τα ξετύλιγαν ~ οι Eυαγγελιστές (Loukatos) |
- ~ ξετυλίγεται η πλοκή του μυθιστορήματος (Sachinis) |
- η δημοτική παράδοση παριστάνει τον Hράκλειτο πολύ απλοποιημένα και ~ (Palam, adapted)
- ⓑ simplistically:
- το μειονέκτημα της αριστοτελικής θεωρίας είναι η ~ ρεαλιστική της βάση (Papanoutsos)
[der of απλοϊκός; cf kath απλοϊκώς]
- ① simplemindedly, naïvely (syn αφελώς, syn phr με αφέλεια):