Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλοχεριά η [aploxerjá] Ο24 : η ιδιότητα του απλοχέρη.
[μσν. απλοχεριά < απλοχέρ(ης) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοχεριά1 [aploçerjá] η,
- ① handful, fistful (of) (syn απλόχερο, χεροβολιά, χερόβολο, χούφτα, χουφτιά):
- μια ~ αλάτι, αλεύρι, φακή |
- έριχνε στα σακκούλια ψωμοκόμματα και αποφάγια, σταριού απλοχεριές και δεμάτια βρώμης (Karkavitsas)
- ② a small number (of), a handful (of):
- σε κείνη τη φωλιά ζούσανε μιαν ~ ανθρώποι (Kondylakis)
[fr MG *απλοχερέα, der of MG *απλόχερον]
- ① handful, fistful (of) (syn απλόχερο, χεροβολιά, χερόβολο, χούφτα, χουφτιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοχεριά2 [aploçerjá] η,
- openhandedness, generosity, liberality, largesse (syn ανοιχτοσύνη 3):
- μεγάλη, σπάταλη, φανερή ~ |
- μοιράζω, ξοδεύω, σκορπώ, χαρίζω, χορηγώ με ~ |
- αν ήταν το πουγγί του γεμάτο, με περισσή ~ το άδειαζε (Panagiotop) |
- δώσανε το αίμα τους με ~ για την πατρίδα (Petsalis) |
- περνάει τις τάξεις του γυμνασίου εξαιτίας της απλοχεριάς του πλούσιου πατέρα (Aleveras) |
- poem με πόση ~ τα θεία της δώρα | μου στέλνει η μέρα αυτή (Myrtiotissa)
[fr postmed (Somavera) απλοχεριά ← *απλοχερία, der of απλοχέρης]
- openhandedness, generosity, liberality, largesse (syn ανοιχτοσύνη 3):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοχεριάζω [aplo erjázo]
- take hold of, grasp, seize (syn αδράχνω 1, αρπάζω, χουφτιάζω, χουφτώνω):
- poem καλοκυράδες παρθενιές .. | .. τα δέντρα τινάζουν, | τα μήλα μήλα, τα ροδάκινα, | που πέφτουνε, τ' απλοχεριάζουν (Skipis)
[der of απλοχεριά1]
- take hold of, grasp, seize (syn αδράχνω 1, αρπάζω, χουφτιάζω, χουφτώνω):