Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλοποίηση η [aplopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απλοποιώ. 1. η μετατροπή σύνθετου ή πολύπλοκου σε απλό ή απλούστερο, σε ευκολότερο· απλούστευση: H ~ μιας διαδικασίας / ενός σχεδίου / μιας σκέψης. H ~ της ορθογραφίας. 2α. (μαθημ.) ~ κλάσματος, η μετατροπή του σε άλλο ισοδύναμο με μικρότερους όρους. β. (γραμμ.) σίγηση ενός φθόγγου που ανήκει σε σύμπλεγμα, κυρίως για διευκόλυνση της άρθρωσης: ~ συμφωνικών συμπλεγμάτων, π.χ. σπλάχνα αντί σπλάγχνα. ~ των διπλών συμφώνων.
[λόγ. απλοποιη- (απλοποιώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. simplification]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοποίηση [aplopíisi] η, (L)
- act, process or result of making simpler, simplification (syn απλούστευση):
- ~ της γλώσσας, της εργασίας |
- math ~ κλάσματος simplification of fraction |
- θα τονίσουμε την ανάγκη της απλοποίησης του τονικού συστήματος (Geros) |
- οι Φοίνικες πρόσφεραν στον πολιτισμό την ~ της γραφής (Evelpidis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απλοποίησις, der of απλοποιώ]
- act, process or result of making simpler, simplification (syn απλούστευση):