Παράλληλη αναζήτηση
91 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απλό [apló] το, (L)
- sth simple and uncomplicated:
- το βιβλίο μάς παρουσιάζει το δράμα του πολέμου με την ανάλυση και την απόδοση του απλού και του συγκεκριμένου (Sachinis) |
- ο Πλάτων με ιδιαίτερη επιμονή στέκεται στην έννοια του απλού και του ήρεμου (Andronikos)
[substantiv. n of απλός]
- sth simple and uncomplicated:
- απλο- 1 [aplo] & απλό- [apló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. με την έννοια του άνετος: απλόχωρος, ~χωριά. 2. με την έννοια του απλώνω, κυριολεκτικά και μεταφορικά: ~χέρης, απλόχερος, ~χεριά.
[ελνστ. ἁπλο- θ. του αρχ. επιθ. ἁπλο(ῦς) & μσν. απλο- θ. του επιθ. απλ(ός) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. ἁπλό-θριξ `με ίσια μαλλιά΄, μσν. απλό-χωρος]
- απλο- 2 : το επίθ. απλός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με τη σημασία εύκολος, κατανοητός: ~ελληνικός, ~λογία, ~ποιώ. || ~γραφία.
[λόγ. < ελνστ. ἁπλο- (δες στο απλο- 1) & αγγλ., γαλλ. haplo- < ελνστ. ἁπλο- ως α' συνθ.: απλο-γραφία < αγγλ. haplography]
- απλόγλωσσα [aplóγlosa] adv (L)
- in a simple language (syn απλά 3):
- ο Παπαδιαμάντης έγραψε σχεδόν ~ τους Aλαφροήσκιωτους (Palam)
[der of *απλόγλωσσος, cpd of απλός & γλώσσα]
- in a simple language (syn απλά 3):
- απλογραμμένος, -η, -ο [aploγraménos] (L)
- written in a simple language:
- γίνεται προσπάθεια γραψίματος της ζωντανής λαλιάς με τα άφθονα απλογραμμένα κείμενα ύστερα από τον 12ο αιώνα (ZLorentzatos)
[cpd w. γραμμένος]
- written in a simple language:
- απλόγραμμος, -η, -ο [aplóγramos] (L)
- having plain lines:
- ~ λόφος, τρούλλος |
- ο Mαλακάσης έλκεται προς την απλόγραμμη, κλασική τεχνοτροπία (Valetas) |
- poem .. στοχάζομαι πάντα | των ληκύθων τ' απλόγραμμα σχήματα (Skipis)
[cpd w. combin form -γραμμος (: γραμμή); cf απαλόγραμμος, ευθύγραμμος etc]
- having plain lines:
- απλογραφία η [aploγrafía] Ο25 : 1.(λογιστ.) μέθοδος για την τήρηση λογιστικών βιβλίων. 2. (φιλολ.) το να γράφει ο αντιγραφέας ενός χειρογράφου κτ. μία φορά, ενώ θα έπρεπε να το γράψει δύο.
[λόγ.: 2: αγγλ. haplo graphy < haplo- = απλο- 2 + -graphy = -γραφία· 1: σημδ. γαλλ. comptabilité à partie simple ή αγγλ. single entry]
- απλογραφία [aploγrafía] η, (L)
- ① account. single entry bookkeeping (ant διπλογραφία):
- στο κατάστημα ακολουθούν το σύστημα της απλογραφίας
- ② philol omission of adjacent and similar letters (syllables, words etc) during writing or copying, haplography:
- η παράλειψη της συλλαβής δα από τον αντιγραφέα είναι περίπτωση απλογραφίας, επειδή προηγείται συλλαβή ηχητικά όμοια (Dedousi)
[fr kath (neol Koumanoudis) απλογραφία; cf also Fr haplographie, It aplografia]
- ① account. single entry bookkeeping (ant διπλογραφία):
- απλογραφικός, -ή, -ό [aploγrafikós] (L) account.
- of, or pertaining to, single entry bookkeeping (ant διπλογραφικός):
- απλογραφική εγγραφή, απλογραφικό σύστημα
[fr kath (neol) απλογραφικός, der of *απλογράφος]
- of, or pertaining to, single entry bookkeeping (ant διπλογραφικός):
- απλοελληνικά [aploeliniká] adv (L)
- in plain Greek, in plain or modern Greek language (syn phr με απλά λόγια):
- δυο βήματα εμπρός και ένα πίσω |
- αυτή, ~, είναι η μέθοδος που εφήρμοζαν τότε οι αντίπαλοι του Bενιζέλου (Roussos)
[der of απλοελληνικός]
- in plain Greek, in plain or modern Greek language (syn phr με απλά λόγια):