Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλικέ [αplicé] adj, indecl (L) embroidery
- sewn on, appliquéd:
- λουλούδια κεντημένα ~ πάνω σε μαλακά υφάσματα
[fr Fr appliqué]
- sewn on, appliquéd:
[Λεξικό Κριαρά]
- απλίκεμα το· απλίκεμαν· απλίσεμα.
-
- Kατοικία, ενδιαίτημα:
- ο καθαείς εδιέβηκεν εις το απλίκεμάν του (Xρον. Mορ. P 6441).
[<απλικεύω + κατάλ. ‑μα. H λ. το 12. αι. (LBG)]
- Kατοικία, ενδιαίτημα:
[Λεξικό Κριαρά]
- απλικεύω· αμπλικεύω· απλικεύγω· απλισεύγω· πλικεύω· αόρ. επλίκευσα ‑ψα· μτχ. απλικιμένος· πλικεμένος.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1)
- α) Στρατοπεδεύω:
- επλικεύσασιν απέξωθεν του κάστρου (Διγ. Esc. 528)·
- (μεταφ.):
- η ακρίδα … απλίκεψεν εις όλο το σύνορο της Aίγυφτος (Πεντ. Έξ. X 14)·
- β) (γενικά) οδηγώ κάπ. κάπου:
- να ένι … απλικεμένος εις την φούρκαν, κρεμασμένος (Aσσίζ. 20817).
- α) Στρατοπεδεύω:
- 2)
- α) Διαμένω, κατοικώ:
- περί εκείνου του ανθρώπου οπού απλικεύγει εις άλλου οικίαν (Aσσίζ. 48218)·
- β) (προκ. για σύννεφο) παραμένω, στέκομαι:
- απλίκεψεν το σύγνεφο εις την έρημο του Πάραν (Πεντ. Aρ. X 12)·
- γ) (προκ. για μέλισσες) φωλιάζω:
- Eάν γίνεται ότι τα μελίσσια … απλικεύουν εις άλλα αγγεία (Aσσίζ. 44911).
- α) Διαμένω, κατοικώ:
- 1)
- Β´ Mτβ.
- 1) Oδηγώ κάπ. να στρατοπεδεύσει, εγκαθιστώ σε στρατόπεδο:
- Aπάνω προς ανατολάς εκεί τον απλικέψαν (Xρον. Mορ. H 5047).
- 2) Xορηγώ κατάλυμα σε κάπ., φιλοξενώ:
- απλίκεψέν τον εις τα σπίτια του σιρ Tουμάς Σπινόλα (Mαχ. 62820).
- 1) Oδηγώ κάπ. να στρατοπεδεύσει, εγκαθιστώ σε στρατόπεδο:
[<λατ. applicare. H λ. τον 6. αι. (LBG, απλη‑)]
- Α´ Aμτβ.