Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλησίαστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλησίαστος -η -ο [aplisíastos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, που δεν μπορεί να έχει μαζί του κάποια σχέση: Ο υπουργός είναι ~. H γυναίκα αυτή έμεινε πάντα μακρινή και απλησίαστη. 2. για είδη ή υπηρεσίες των οποίων οι πολύ υψηλές τιμές δεν ανταποκρίνονται στη μέση αγοραστική δύναμη: Tα καλλυντικά έγιναν πια απλησίαστα. Φέτος τα κεράσια ήταν απλησίαστα.

[λόγ. < ελνστ. ἀπλησίαστος `που δεν τολμάς να τον πλησιάσεις΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλησίαστος1 [aplisíastos] ο, (L)
  • member of the lowest social class in India, untouchable (near-syn παρίας):
    • οι απλησίαστοι φθάνουν σήμερα τα 40 εκατομμύρια (Evelpidis)

[fr kath ο απλησίαστος, substantiv m of απλησίαστος2; cf παρίας]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλησίαστος2, -η, -ο [aplisíastos] (L)
  • ① difficult to approach, unapproachable, inaccessible (syn απρόσιτος, απροσπέλαστος):
    • ~ βράχος, γκρεμός |
    • απλησίαστη κορφή, σπηλιά |
    • απλησίαστο βουνό, δάσος, νησί |
    • η πόλη ήταν απλησίαστη από τους εχθρούς |
    • το τζαμί είχε κηρυχτεί απλησίαστο για τους άπιστους (Athanasiadis-N)
  • ② fig unreachable, inaccessible:
    • ~ κόσμος, στόχος |
    • απλησίαστη ποίηση, σκέψη, φιλοσοφία |
    • απλησίαστα πουλιά |
    • απλησίαστο όνειρο, όραμα, όριο, σύμβολο |
    • υψηλό και απλησίαστο αγαθό |
    • το έργο του συγγραφέα παραμένει δυσεύρετο και απλησίαστο |
    • είχε περάσει ακμαίος από τον απλησίαστο σταθμό των ενενήντα χρόνων (Charis) |
    • οι γριές φέρνουν στο δωμάτιό σας την πιο απλησίαστη παρθένα (Ouranis) |
    • ο Δημόκριτος γι' αρχική ουσία πήρε τα απλησίαστα με τις αισθήσεις κομμάτια ύλης, που τα είπε "άτομα" (Theodoridis)
  • ③ aloof, remote, distant, stand-offish (syn αζύγωτος 2, L απρόσιτος, near-syn ακατάδεχτος, L ψυχρός):
    • απλησίαστη θεά, φίλη |
    • μας κάνει την απλησίαστη και δε λέει ούτε καλημέρα |
    • σειρά νομοθετημάτων έκαμε απλησίαστους τους δημόσιους λειτουργούς |
    • ο Παπαδιαμάντης, ο ποιητής αυτός ο λατρευόμενος από τους νέους και ο ~, έζησε περιφρονημένος και δοξασμένος (Palam)
  • ⓐ hard to understand, ungraspable, inscrutable (near-syn ακατανόητος b, άπιαστος 3):
    • απλησίαστη σκέψη, απλησίαστα ποιήματα |
    • απλησίαστο πνευματικό περιεχόμενο |
    • για τους πολλούς τα κείμενα του τουριστικού οδηγού ήταν απλησίαστα, σε γλώσσα σχεδόν συνθηματική (Loukatos) |
    • σπανιότατα συλλογιζόμαστε πώς γίνονται όλα αυτά τα απλησίαστα στην κοινή νόηση εφευρήματα (Panagiotop, adapted) |
    • τα μεταφυσικά προβλήματα είναι απλησίαστα στον άνθρωπο και ακατανόητα (Theodoridis)
  • ④ prohibitively expensive, unattainable (syn απρόσιτος, ant προσιτός):
    • απλησίαστες πολυτέλειες, απλησίαστα φρούτα |
    • και ο τελευταίος φτηνός τουρισμός έγινε ~ |
    • πανάκριβο το εισιτήριο και κείνο πολλές φορές στη μαύρη αγορά απλησίαστο στο ευρύ κοινό (Palaiologos)

[fr kath απλησίαστος ← postmed (Somavera) ← MG (schol.) απλησίαστος, cpd w. MG (schol.) πλησιαστός (: πλησιάζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες