Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απληροφόρητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απληροφόρητος -η -ο [aplirofóritos] Ε5 : που δεν τον έχουν πληροφορήσει, που δεν τον έχουν ενημερώσει για κτ. ANT πληροφορημένος: Είμαι / μένω ~. Ο κόσμος ήταν ~ για τις τελευταίες εξελίξεις. || ~ αναγνώστης.

[λόγ. < ελνστ. ἀπληροφόρητος `ανικανοποίητος΄ κατά τη σημ. της λ. πληροφορώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απληροφόρητος1 [aplirofóritos] ο, (L)
  • uninformed or ignorant person (ant ο πληροφορημένος):
    • συμβαίνει καμιά φορά οι απληροφόρητοι να επηρεάζουν αρκετόν κόσμο (Theotokas) |
    • πρέπει να κατεβεί η τέχνη στο επίπεδο του απληροφόρητου, του αμαθή (Dizikirikis) |
    • ο ~ αφήνεται να μιλάει όσο και ο πληροφορημένος (Peponis)

[fr kath ο απληροφόρητος, substantiv. m of απληροφόρητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απληροφόρητος2, -η, -ο [aplirofóritos] (L)
  • ① uninformed, not knowing (ant πληροφορημένος):
    • ~ αναγνώστης, κριτής, πολίτης |
    • απληροφόρητη κοινωνία, απληροφόρητο πλήθος |
    • τόπος καθυστερημένος και ~ |
    • είμαστε τελείως απληροφόρητοι για το σοβιετικό θέατρο (Athanasiadis-N) |
    • ήταν ~ και παρθένος από κάθε είδους κοινωνιολογία (Theotokas)
  • ② unsettled (of mind, views):
    • η μεταφυσική αποτρέπει πολλά απληροφόρητα πνεύματα από το σωστό δρόμο (Panagiotop) |
    • η πλατωνική αυτή άποψη είναι ριζικά απληροφόρητη και λαθεμένη (Dizikirikis)

[fr kath απληροφόρητος ← MG, PatrG (3rd-7th c.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες