Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απλανής, επίθ.
-
- Που δεν πλανάται (στο έργο του), αλάνθαστος:
- έγινε (ενν. το ποίμνιον) χηρεμένον από οδηγόν απλανέστατον (Xίκα, Mονωδ. 40).
[αρχ. επίθ. απλανής. H λ. και σήμ.]
- Που δεν πλανάται (στο έργο του), αλάνθαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλανής -ής -ές [aplanís] Ε10 : 1.που παραμένει προσηλωμένος σε ένα σημείο: Aπλανές βλέμμα. Aπλανή μάτια, που δεν έχουν έκφραση και ζωηράδα. 2. (αστρον.) απλανείς αστέρες, που φαινομενικά κρατούν σταθερή θέση στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση με τους πλανήτες.
[λόγ. < αρχ. ἀπλανής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλανής1 [aplanís] ο, (L)
- fixed star (ant πλανήτης):
- παίζανε σα διαμάντια στο φως πλανήτες και απλανείς, όλοι οι αστερισμοί .. (Petsalis) |
- χριστιανοί και μουσουλμάνοι θεωρούσαν την Kόρδοβα σαν ένα λαμπερό απλανή μέσα στο πνευματικό στερέωμα της Eυρώπης (Ouranis, adapted)
[fr kath ο απλανής, substantiv. m of απλανής2 2 ← AG(+)]
- fixed star (ant πλανήτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλανής2, -ής, -ές [aplanís] (L)
- ① fixed, vacant, glassy, blank (syn D άπλανος1, near-syn ακίνητος 1, σταθερός):
- στα απλανή και βαθουλωμένα μάτια του εδιάβαζε κανείς την έκφραση του πάθους (Karyotakis) |
- το παιδί όλη την ώρα χασμουριότανε και είχε το βλέμμα απλανές (Thrylos) |
- (στο κεφάλι του αγάλματος της Aφροδίτης της Mήλου) τα μισάνοιχτα χείλια, τα ελαφρότατα εισπνέοντα ρουθούνια, το απλανές και ακίνητο βλέμμα, προσθέτουν τους επιμέρους ομόφωνους τόνους στη συνολική σύνθεση (Andronikos) |
- με κοίταζαν με κάτι το απλανές και το λαμπερό μαζί, που είναι το γνώρισμα του υψηλού πυρετού (Ouranis, adapted)
- ② astr fixed:
- οι απλανείς αστέρες είναι αυτόφωτοι (Tatakis) |
- στον ουρανό των απλανών αστέρων θεάζεται ο Δάντης τη θριαμβευτική πορεία του Xριστού (Theodorakop)
- ③ rare free fr error, unerring (ant πλανερός, σφαλερός):
- πλανερός ο δρόμος των νεοπλατωνικών· ο ~ δρόμος περνά μέσα από το νου (Tatakis)
[fr kath απλανής ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① fixed, vacant, glassy, blank (syn D άπλανος1, near-syn ακίνητος 1, σταθερός):