Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλανές [aplanés] το, (L)
- state of staring fixedly:
- τα κορίτσια μιλάν για τον άντρα, ενώ η ματιά τους παίρνει ένα ανησυχαστικό ~ (Karagatsis, adapted)
[fr kath απλανές, substantiv. n of απλανής]
- state of staring fixedly: