Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλίκα η [aplíka] Ο25 : φωτιστικό που στερεώνεται στον τοίχο.
[γαλλ. appliq(ue) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλίκα [aplíka] η, (L)
- ① bracket lamp fitted on the wall, sconce (syn λάμπα τοίχου):
- διακοσμητική, κλασική ~ |
- ~ φωταερίου
- ② bindery appliqué ornament, leather inlay
[fr Fr appliqué]
- ① bracket lamp fitted on the wall, sconce (syn λάμπα τοίχου):
[Λεξικό Κριαρά]
- απλικάρω.
-
- Eφαρμόζω, τοποθετώ επάνω σε κ.·
- (προκ. για το νου, κ.τ.ό.) στρέφω, αφιερώνω σε κ.:
- απλικάρισε όλον το λογισμό του nelle delizie μοναχάς (Kατζ. Δ´ 130).
- (προκ. για το νου, κ.τ.ό.) στρέφω, αφιερώνω σε κ.:
[<βεν. aplicar - ιταλ. applicare]
- Eφαρμόζω, τοποθετώ επάνω σε κ.·
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλικάρω [aplikáro] aor απλικάρισα, pass aor subj 3sg απλικαριστεί, (L) embroidery
- sew on fabric figures cut fr another, overlay, appliqué:
- πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο θ' απλικάρετε μικρές καρδιές από βαμβακερό ύφασμα
[fr Ven aplicar 'apply, overlay' ← It applicare; cf Fr appliquer]
- sew on fabric figures cut fr another, overlay, appliqué:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλικασιόν [aplikasjón] το, indecl (L) embroidery
- appliqué work, appliquéing:
- κόκκινο ~ |
- λουλούδια κεντημένα με ~ |
- δαντέλα ~ appliqué lace |
- αν τα καταφέρνετε στο κέντημα, κάνετε το ~ με παρισινή βελονιά
[fr Fr application]
- appliqué work, appliquéing: