Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλήρωτος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απλήρωτος, επίθ.· απλέρωτος.
  • 1)
    • α) (Προκ. για εργασία) που δεν πληρώνεται, άμισθος:
      • Oι απλήρωτοι ήτανε δεκαπέντε χιλιάδες (Xρον. σουλτ. 6811
    • β) (μεταφ. προκ. για πράξεις) που δεν τιμωρείται ή δεν επαινείται:
      • κάμωμα απλέρωτο στον κόσμο δεν αφήνει (Eρωφ. Πρόλ. 108).
  • 2) Άφθονος, ατέλειωτος:
    • χρήμαν πολύν, απλήρωτον και πλούτον ουκ ολίγον (Διήγ. Bελ. χ 300 κριτ. υπ.· Διγ. Άνδρ. 3389).

[μτγν. επίθ. απλήρωτος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλήρωτος 1 -η -ο [aplírotos] Ε5 : που δεν τον έχουν πληρώσει. 1. που δεν τον ξόφλησαν· ανεξόφλητος: Άφησε το λογαριασμό / το νοίκι απλήρωτο. Έχει πολλά χρέη απλήρωτα. Έχει ακόμα απλήρωτο το σπίτι. Aπλήρωτη επιταγή. 2. που δεν του έδωσαν την αμοιβή που δικαιούται: Aυτό το μήνα μας άφησαν απλήρωτους. || που η αξία του ή η προσφορά του υπερβαίνει κατά πολύ κάθε αμοιβή που θα μπορούσε να πάρει: Όσα χρήματα κι αν πάρει αυτός είναι ~.

[μσν. απλήρωτος (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ἀπλήρωτος (δες απλήρωτος 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλήρωτος 2 -η -ο : (λόγ.) που δεν έχει συμπληρωθεί, που παραμένει κενός: Yπάρχουν ακόμα απλήρωτες θέσεις;

[λόγ. < ελνστ. ἀπλήρωτος `ανικανοποίητος, που δεν έχει γεμίσει΄ κατά τη σημ. της λ. πληρώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλήρωτος, -η, -ο [aplírotos] (& απλέρωτος)
  • ① not having been paid, unpaid, unsettled (ant πληρωμένος):
    • ο λογαριασμός είναι ~ |
    • παράγγειλα εισιτήρια, αλλά είναι απλήρωτα |
    • απλήρωτο γραμμάτιο, χρέος
  • ⓐ not having received payment, unpaid (ant πληρωμένος):
    • ~ βοηθός, δανειστής, εργάτης |
    • του 'χε κάνει πολλές φορές το γιατρό, ~ (Roufos) |
    • η ύπαρξη του Kαισαρίωνα αποτελούσε έναν κίνδυνο πολύ μεγαλύτερο από τους απλήρωτους πολεμιστές του (Roussos) |
    • οι καπεταναίοι άφησαν τους ναύτες απλέρωτους (Katiforis, adapted)
  • ② unrequited, unpunished, unavenged (syn αξεπλέρωτος 2):
    • δε θ' αφήναμε απλήρωτη μια τέτοια συνωμοσία (Kovvatzis) |
    • το παιδί ουρλιάζει μέσα στη νύχτα την απλήρωτην οργή του πατέρα του (Myriv)
  • ③ (L) unfilled (syn αγέμιστος):
    • poem νοιώθω κάποιο απλήρωτο κενό μέσ' την καρδιά (Peranthis)

[fr postmed απλήρωτος/απλέρωτος ← MG, PatrG ← K ἀπλήρωτος; meaning 3 is L cpd w. *πληρωτός (: πληρῶ 'fill')]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες