Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλήρωτα [aplírota] adv (& απλέρωτα)
- without payment (near-syn δωρεάν L, τζάμπα):
- τόσες φορές μας εξυπηρέτησε ~ |
- δεν μπορείς να μείνεις τόσον καιρό στο ξενοδοχείο ~
[fr postmed (Somavera) απλέρωτα, der of MG απλήρωτος/απλέρωτος]
- without payment (near-syn δωρεάν L, τζάμπα):