Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απλήγωτος, επίθ.
-
- Aτραυμάτιστος:
- απλήγωτος εις την καρδιά (Mαρκάδ. 640).
[<στερ. α‑ + πληγώνω. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- Aτραυμάτιστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλήγωτος -η -ο [aplíγotos] Ε5 : που δεν έχει πληγωθεί, που δεν τον πλήγωσαν, δεν τον τραυμάτισαν σωματικά ή ψυχικά. ANT πληγωμένος.
[α- 1 πληγώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλήγωτος, -η, -ο [aplíγotos]
- unwounded, unhurt (syn αλάβωτος 1):
- ξέφυγαν απ' τη μάχη απλήγωτοι |
- καλύτερα να δεις το φοβερό μυστήριο και να τυφλωθείς, παρά να κρατάς απλήγωτα τα μάτια σου (Kazantz) |
- ο Kαινέας σκίζει τη γη ~, για να φτάσει στα βάθη της, δίχως να πεθάνει (Kakridis) |
- poem πέρασα απ' τη μεριά των τζιτζικιών, | μ' απλήγωτα γόνατα και καθαρά χέρια (Metsolis)
[fr postmed απλήγωτος, cpd w. *πληγωτός (: πληγώ Theophan., 9th c.); cf PatrG, K (also pap) ἄπληγος (: πληγή)]
- unwounded, unhurt (syn αλάβωτος 1):