Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλή
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
απλή [aplí] η, naut
  • rope for hoisting or lowering sails, reefing rope, halyard (syn μαντάρι):
    • αμολάμε τις απλές του πανιού κι όπου μας βγάλ' η άκρη (Zappas) |
    • poem ξάρτια κι απλές και σκότες έδεσε τελεύοντας κλ (Homer Od 5.260 Kaz-Kakr)

[substantiv. f of απλός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλήγιαστος -η -ο [aplíjastos] Ε5 : που δεν είναι πληγιασμένος: Aπλήγιαστα πόδια.

[α- 1 πληγιασ- (πληγιάζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλήγιαστος, -η, -ο [aplíyastos]
  • having no wounds or sores (ant πληγιασμένος):
    • απλήγιαστα χέρια

[cpd w. *πληγιαστός (: πληγιάζω)]

[Λεξικό Κριαρά]
απλήγωτος, επίθ.
  • Aτραυμάτιστος:
    • απλήγωτος εις την καρδιά (Mαρκάδ. 640).

[<στερ. α‑ + πληγώνω. H λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλήγωτος -η -ο [aplíγotos] Ε5 : που δεν έχει πληγωθεί, που δεν τον πλήγωσαν, δεν τον τραυμάτισαν σωματικά ή ψυχικά. ANT πληγωμένος.

[α- 1 πληγώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλήγωτος, -η, -ο [aplíγotos]
  • unwounded, unhurt (syn αλάβωτος 1):
    • ξέφυγαν απ' τη μάχη απλήγωτοι |
    • καλύτερα να δεις το φοβερό μυστήριο και να τυφλωθείς, παρά να κρατάς απλήγωτα τα μάτια σου (Kazantz) |
    • ο Kαινέας σκίζει τη γη ~, για να φτάσει στα βάθη της, δίχως να πεθάνει (Kakridis) |
    • poem πέρασα απ' τη μεριά των τζιτζικιών, | μ' απλήγωτα γόνατα και καθαρά χέρια (Metsolis)

[fr postmed απλήγωτος, cpd w. *πληγωτός (: πληγώ Theophan., 9th c.); cf PatrG, K (also pap) ἄπληγος (: πληγή)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλημμύριστος -η -ο [aplimíristos] Ε5 : που δεν έχει πλημμυρίσει· για ποτάμι ή λίμνη που δεν ξεχείλισε ή για χώρο που δεν κατακλύστηκε από νερά. ANT πλημμυρισμένος.

[λόγ. α- 1 πλημμυρισ- (πλημμυρίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλημμύριστος, -η, -ο [aplimíristos] (L)
  • not flooded, not waterlogged (ant πλημμυρισμένος):
    • με τις τελευταίες βροχές δεν έμεινε σπίτι απλημμύριστο

[cpd w. πλημμυριστός (: πλημμυρίζω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απληροφορησία [apliroforisía] η, (L)
  • state of being uninformed, lack of information (near-syn άγνοια):
    • οι υπάλληλοι του υπουργείου δείχνουν έναν αφάνταστο βαθμό απληροφορησίας

[fr kath (neol) απληροφορησία (: απληροφόρητος); cf PatrG (7th c.) ἀπληροφορία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απληροφόρητος -η -ο [aplirofóritos] Ε5 : που δεν τον έχουν πληροφορήσει, που δεν τον έχουν ενημερώσει για κτ. ANT πληροφορημένος: Είμαι / μένω ~. Ο κόσμος ήταν ~ για τις τελευταίες εξελίξεις. || ~ αναγνώστης.

[λόγ. < ελνστ. ἀπληροφόρητος `ανικανοποίητος΄ κατά τη σημ. της λ. πληροφορώ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες