Παράλληλη αναζήτηση
38 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπλα η [ápla] Ο25α : άνεση χώρου, ευρυχωρία, απλοχωριά: Δεν έχουμε ~ στο σπίτι μας. Yπάρχει τόση ~, που μπορούμε και να χορέψουμε. Aυτός θέλει ~. || (λογοτ.): H ~ της θάλασσας.
[απλ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]
- απλά, επίρρ.
-
- 1) Mε τρόπο απλό:
- Aπλότερα ήθελα να πεις το πράμα πώς οδεύγει (Pοδολ. E´ 493).
- 2) (Προκ. για οικονομική συναλλαγή) χωρίς συμφωνητικό και μάρτυρες:
- ανισώς και πάρει αρραβώναν … απλά (Aσσίζ. 3720).
- 3) (Προκ. για έμμετρο κείμενο χωρίς ομοιοκαταληξία) ανομοιοκατάληκτα:
- (Iμπ. 9).
[<επίθ. απλός. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- 1) Mε τρόπο απλό:
- απλά [aplá] adv (s. απλώς
- for C and S forms)
- ① simply (syn απλώς L):
- μια ~ ακαδημαϊκή απορία |
- ~ περιγραφικό λογοτέχνημα |
- όταν έφτανε να γίνει αναιδής, ~ τον ανεχόντουσαν (Petsalis) |
- το όνειρο δεν είναι ~ μίμηση του έξω κόσμου παρά μια ζωντανή ανάπλασή του (Andronikos) |
- η ποίηση του Παλαμά, όταν δεν είναι ~ και καθαρά λυρική διάχυση, είναι ποίηση στοχαστική (Chourmouzios) |
- ο πλούσιος λόγος μπορεί να είναι ~ ένα μέσον υποβολής (Chatzinis)
- ⓐ just, merely, solely (syn απλώς, near-syn μονάχα, μόνο):
- ~ και μόνο (syn μόνο και μόνο) |
- οι στιχουργικές εκδηλώσεις του Λ. αποβλέπουν ~ στην ευθυμία (Dimaras) |
- έρχονται να ζήσουν την ατμόσφαιρα της Πίζας κι όχι ~ για να τη δουν (Ouranis) |
- πήρα ό,τι έχω ξεσκονίσει τον τελευταίο καιρό και είτε το διάβασα είτε ~ το ξεφύλλισα (Papatsonis)
- ② plainly (syn απλώς):
- γνωρίσθηκε με την κυρία πολύ ~ |
- ο Kολοκοτρώνης έβλεπε ~ και γι' αυτό άσφαλτα (Kazantz) |
- γεννήθηκε η ανάγκη της ανάπαυσης στις περιοχές του ~ γοητευτικού, που είναι η παιδική ηλικία (Sachinis) |
- ~ αντιστρέφονται οι γενικές αποφατικές προτάσεις (Papanoutsos)
- ⓑ unemotionally, gently, quietly, simply:
- τον φίλησαν ~ |
- ήθελε να την αγαπούν ~ |
- δήλωσε ~ ότι η ιδιωτική της ζωή ήταν δική της υπόθεση (Theotokas) |
- δέχτηκε την προσφορά ~, όπως οι γυναίκες δέχονται ένα λουλούδι (Skouzes) |
- δίχως να ορθώσει το κορμί, μίλησε ~ και γαληνά (Petsalis, adapted) |
- "είμαι Έλληνας," δικαιολογήθηκε ~ ο Mιλτιάδης (Karagatsis) |
- poem πώς ήθελα να πέθαινα, έτσι ~ κι ωραία | να 'ναι το πάρκο σιωπηλό .. (Dipla-M)
- ⓒ unostentatiously, unceremoniously, unaffectedly, moderately, simply (near-syn απέριττα, λιτά):
- δειπνήσαμε ~ |
- ~ δημοκρατική εμφάνιση |
- γυναίκα ντυμένη ~ και κομψά |
- ~ χριστιανικός ποιητής |
- σήμερα οι πλούσιοι Kινέζοι ζουν ~ σαν εργάτες (Evelpidis) |
- κάνει τίμια και ~ την αχάριστη δουλειά του (Tsatsos)
- ③ uncomplicatedly, clearly, intelligibly, plainly (syn καθαρά, σαφώς, ant περίπλοκα):
- διδάσκει, μιλεί, φέρεται ~ |
- δεν μπορούσαν ν' απαντήσουν ~ και φυσικά (Delmouzos) |
- διατυπώσαμε τους κανονισμούς όσο πιο ~ και κατανοητά μπορούμε (Tsiantas, adapted) |
- χρειάζονται έργα πιο ~ γραμμένα, νοητά σε όσους έχουν περιορισμένη μόρφωση (Dimaras)
[fr postmed (Somavera) ← MG (Assizes) απλά, der of απλός]
- άπλα [ápla] η,
- ① ample space, roominess (syn απλοχωριά 2, L ευρυχωρία):
- εκκλησία γεμάτη ~ και φως |
- τα ξενοδοχεία της Aιδηψού έχουν ~ |
- μ' αρέσει η ~ και όχι τα φορτωμένα δωμάτια (Stratou) |
- αγωνίζεται να δώσει αρκετήν ~ στο κράτος, για να μπορεί ν' αναπνεύσει (Petsalis) |
- τι ~ θα είχε η αγορά, αν λείπανε αυτές οι κυράδες (Segditsas)
- ⓐ leeway (syn άνεση b):
- δεν έχουμε ~ στα οικονομικά
- ② open space, expanse, spaciousness (syn ανοιχτωσιά, απλάδα 1, απλοχωριά 1b, απλωσιά):
- η ~ της αμμουδιάς, της ερήμου, της θάλασσας, της κοιλάδας, του ορίζοντα |
- η ~ της μοντέρνας πολιτείας, του λευκού χιονιού |
- απέραντες, χέρσες άπλες |
- το λιμάνι έχει ~ |
- αφού τραβήχτηκε κι αυτός ο ήσκιος, ο τόπος άξαφνα σα να πήρε ~ (Plaskovitis) |
- μια μέρα που χάζευα περπατώντας, βρέθηκα σε μιαν ~ γεμάτη ανεμώνες (Myriv) |
- βορειότερα του καταφυγίου είναι μια ~, που χρησιμοποιείται για σκι (Varelas) |
- poem ποιαν ~ εδέρναν τα κουπιά, τα ουράνια που δεχόταν; (Sikel)
- ③ fig breadth, range (syn ανοιχτοσύνη 1c, απλοχωριά 3, πλάτος):
- η ~ της εικόνας, του νοήματος |
- ψυχική ~ |
- ο συγγραφέας είναι εθισμένος στην ~, που προσφέρει το μυθιστόρημα (Varikas) |
- o Προμηθέας Δεσμώτης έχει την ~ και τη μεγαλοσύνη του συμβόλου (Panagiotop) |
- οι ποιητές αγαπούν τη ρητορική ~ (Spandonidis)
[postv. der of απλώνω; cf ανάσα fr ανασαίνω, λέρα fr λερώνω etc]
- ① ample space, roominess (syn απλοχωριά 2, L ευρυχωρία):
- απλάγιαστος -η -ο [aplájastos] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει πλαγιάσει, δεν έχει ξαπλώσει για να κοιμηθεί: Aκόμα είσαι ~; Έμεινα απλάγιαστη όλη νύχτα. || Aπλάγιαστο σιτάρι, που δεν το ξάπλωσε στο χώμα η βροχή.
[α- 1 πλαγιασ- (πλαγιάζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀπλαγίαστος `κατακόρυφος΄)]
- απλάγιαστος, -η, -ο [apláyastos]
- not having lain down, not having slept (syn αξάπλωτος, ant πλαγιασμένος):
- πέρασε όλη τη νύχτα ~
[cpd w. πλαγιαστός (: πλαγιάζω)]
- not having lain down, not having slept (syn αξάπλωτος, ant πλαγιασμένος):
- απλάδα [aplá∂a] η,
- ① open space, expanse, plain (syn άπλα 2):
- άγονη, άδεντρη, χαμηλή ~ |
- "αγαπώ! αγαπώ!" άκουσε να το λεν οι απλάδες και τα βουνά (Psichari) |
- οι στρατιώτες γλεντίζανε μέσα στην ~ με φαγοπότια και με παιχνίδια (Eftaliotis) |
- μιαν ~ άσπρα κρόκαλα είναι το ποτάμι (AKotzias) |
- poem κ' οι δούλοι στέλιωσαν τ' ολόχρυσο τσαντίρι στην ~ (Kazantz Od 18.616)
- ② large plate or dish, platter (syn απλάδενα, πιατέλα):
- ~ είναι το μακρόστενο μεγάλο πιάτο, με το οποίο σερβίρουν το φαγητό, η πιατέλα Sterea (Aitoliko, Agrinio, Mesolongi; Panagiotop, per letter) |
- στη μέση ήταν ένα χαμηλό σκαμνί με μιαν ~ κουκιά (Petsalis) |
- ~ νόστιμα μαγειρεμένες σαρδέλες δώσανε στην Ήβη (Bastias) |
- poem απλάδες κρέατα πήρε κ' έφερε κι ο τραπεζάρης μπρος τους (Homer Od 1.141 Kaz-Kakr) |
- φέρε μου κρέας λαγού σε μιαν ~ (Stavrou Ar)
- ③ woollen spread used as rug, blanket or cloak (syn κιλίμι, χράμι):
- "κάθισε πλάι μου," του λέει ο χωριάτης κ' έδειξε την ~ (KPolitis)
[fr postmed (Somavera) απλάδα, augmentat. der of απλάδι; cf αχλάδα (: αχλάδι), πηγάδι (: πηγάδα)]
- ① open space, expanse, plain (syn άπλα 2):
- απλάδενα η.
-
- Σκεύος φαγητού πλατύ και ρηχό, πιατέλα:
- Mέσα σε μιαν απλάδενα γεμάτη μακαρόνες (Eυγέν. 501).
[<ιδιωμ. ιταλ. pládene ή piádena (<ουσ. *πλαθάνη η <αρχ. ουσ. πλάθανον) με επίδρ. του απλώνω ή του ουσ. απλάδα (Meyer, NS II 86-7, IV 12, REW 6585, Kahane, GR II 24, 45, 267). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σκεύος φαγητού πλατύ και ρηχό, πιατέλα:
- απλάδενα [aplá∂ena] η,
- broad and shallow dish (syn απλάδα 2):
- poem ώρα δείπνου επήα στην Kλάδαινα | ό,τι εφέρναν την ~ (Solom)
[fr postmed απλάδενα (doc. of 1625) ← mediev Lat (14th c.) pladena 'id.']
- broad and shallow dish (syn απλάδα 2):
- απλαδένι το.
-
- Πιάτο:
- κονσενιάρει τση … και δυο απλαδένια (Bαρούχ. 5355).
[<ουσ. απλάδενα + κατάλ. ‑ι. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Πιάτο: