Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απιστοποίητος -η -ο [apistopíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν πιστοποιήσει ή που δεν μπορούν να τον πιστοποιήσουν.
[λόγ. α- 1 πιστοποιη- (πιστοποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απιστοποίητος, -η, -ο [apistopíitos] (L)
- uncertified, unattested, unconfirmed (ant βεβαιωμένος, πιστοποιημένος):
- απιστοποίητο έγγραφο |
- η είδηση έμεινε απιστοποίητη
[fr kath (neol) απιστοποίητος, cpd w. *πιστοποιητός (: πιστοποιώ); cf PatrG (Orig) πιστοποιητικός]
- uncertified, unattested, unconfirmed (ant βεβαιωμένος, πιστοποιημένος):