Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απιδιά η [apiδjá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η αχλαδιά.
[μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απιδιά [api∂já] η,
- pear tree (syn αχλαδιά):
- σ' όλον το χωραφόδρομο περνούσαν κάτω από απιδιές με χρυσούς ζουμερούς καρπούς (Myriv) |
- poem προστάζει ο δοξαράς στης απιδιάς τον ήσκιο να τον θάψουν (Kazantz Od 15.999)
[fr postmed απιδιά ← MG απιδέα (8th-9th c.), der of MG απίδιν]
- pear tree (syn αχλαδιά):
[Λεξικό Κριαρά]
- απιδιάζω,
- βλ. οπεγιάζω.