Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απηχώ [apixó] Ρ10.9α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : εκφράζω, μεταφέρω ή επαναλαμβάνω απόψεις, σκέψεις, γνώμες κάποιου άλλου: H εφημερίδα αυτή απηχεί αποκλειστικά τις κυβερνητικές απόψεις. Δεν έχει δική του γνώμη· απηχεί πάντα τις γνώμες τρίτων.
[λόγ. < αρχ. ἀπηχῶ `κάνω αντήχηση΄ σημδ. γαλλ. se faire l΄écho]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απηχώ [apixó] απηχεί, ipf απηχούσα, aor απήχησα (subj απηχήσω), pass 3sg απηχείται, 3pl απηχούνται, ipf 3pl απηχούνταν, pf & plupf 3sg έχει-είχε απηχηθεί (L)
- ① echo, resound (syn αντηχώ, αντανακλώ 1b, ηχώ):
- απηχούν τα κουδούνια των προβάτων |
- οι φωνές της απηχούσαν στριγγά |
- γίνεται λόγος για χάλκινη πλάκα, όπου απηχούσαν κρεμάμενοι αστράγαλοι σειόμενοι από τον άνεμο (Floros) |
- κανείς δεν είχε όρεξη να ρητορέψει, αφού ήξερε πως μόνον οι τοίχοι της βουλής θ' απηχούσαν τους λόγους του (Athanasiadis-N) |
- η σημερινή ατμόσφαιρα του Tολέδο απηχεί ακόμα τους αλαλαγμούς Bησιγότθων (Ouranis) |
- στην πρόσκλησή σου το διάστημα βουίζει και την απηχεί (Palam)
- ② fig echo, repeat, relay, reproduce (syn αναμεταδίδω, επαναλαμβάνω):
- η εφημερίδα απηχεί τις επίσημες απόψεις |
- ο αρχηγός του κόμματος εκφράστηκε πάνω στο θέμα αυτό επανειλημμένα και απήχησαν την άποψή του τα φερέφωνά του (Christidis) |
- η έξαρση δεν είναι ποιητική στιγμή, έγραψε ο Σεφέρης, απηχώντας ξένες φωνές (Spandonidis)
- ⓐ reflect, represent, express (syn αντιλαλώ B2, near-syn αντανακλώ 2, υποδηλώνω):
- ~ ανησυχίες, γεγονότα, ιδέες, πίκρες, προσδοκίες |
- το ποίημα απηχεί τους παμπάλαιους μύθους, τη λαϊκή ψυχή, την παράδοση |
- η γυμνότητα του γλυπτού πρέπει να απηχεί μια πραγματικότητα του χορού αυτού (Karouzou) |
- οι ιδέες του Ίωνα Δραγούμη απηχούν μια νιτσεϊκή σκληρότητα (Argyriou) |
- τα χρόνια τούτα είχαν αφομοιωθεί κι απηχηθεί στα τραγούδια της Aσάλευτης Zωής του Παλαμά (Chourmouzios)
- ⓑ cause impact or impression:
- η πρόταση του κ. T. πρέπει να απηχήσει βαθιά στις συνειδήσεις όλων (Kyriakidis) |
- είμαι σίγουρος πως απηχούν οι ιδέες αυτές στην ψυχή των νέων (Kasimatis) |
- συμβαίνει μια φράση να τους αγγίξει βαθύτερα, ν' απηχήσει τα μυχιαίτερα του εαυτού τους (Panagiotop)
[fr kath απηχώ ← K, AG ἀπηχῶ (-έω)]
- ① echo, resound (syn αντηχώ, αντανακλώ 1b, ηχώ):