Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεχθής -ής -ές [apexθís] Ε10 : (λόγ.) που προκαλεί απέχθεια: ~ άνθρωπος / τύπος. ~ συμπεριφορά.
[λόγ. < αρχ. ἀπεχθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεχθής, -ής, -ές [apexθís] (L)
- detestable, loathsome, repugnant, repulsive (syn αποκρουστικός, αποτρόπαιος L, σιχαμερός):
- ~ δόλος, νόμος |
- ~ απάτη, βία, πράξη |
- ~ αλήθεια, υποψία |
- απεχθές θέαμα, καθεστώς |
- μας είναι απεχθές ν' ανακατευόμαστε σε ειδύλλια παιδιών, που δεν έχουν τίποτα το μεμπτό (Psathas) |
- ο Mολιέρος τις γοτθικές διακοσμήσεις τις ονομάζει απεχθή τέρατα των αγράμματων αιώνων (Kanellop) |
- οι ηθικές θυσίες είναι οι απεχθέστερες (Papanoutsos, adapted) |
- θα ετοιμάσει το γένος, για να τινάξει τον απεχθέστατο ζυγό της τυραννίας (Petsalis)
[fr kath απεχθής ← K, AG]
- detestable, loathsome, repugnant, repulsive (syn αποκρουστικός, αποτρόπαιος L, σιχαμερός):