Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απευθυσμένο το [apefθizméno] Ο39 : (ανατ.) το τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου.
[λόγ. < ελνστ. ἀπευθυσμένον (ενν. ἔντερον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απευθυσμένο [apefθizméno] το, (L) anat
- part of the large intestine fr the sigmoid flexure to the anus, rectum (syn ορθό έντερο L, κωλάντερο):
- πλήθος κοριτσιών συνουσιάζονται από το ~ (Katsigra)
[fr kath το απευθυσμένον ← K ἀπευθυσμένον (sc ἔντερον), ppp of ἀπευθύνω]
- part of the large intestine fr the sigmoid flexure to the anus, rectum (syn ορθό έντερο L, κωλάντερο):