Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απευθυνόμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απευθυνόμενος, -η, -ο [apefθinómenos] (L)
  • addressed to or addressing s.o. (syn αποτεινόμενος):
    • επιστολή απευθυνόμενη στις αρχές |
    • επιφυλλίδα απευθυνόμενη σε ακατατόπιστους αναγνώστες |
    • οι χριστιανοί, απευθυνόμενοι στους αυτοκράτορες, διεκήρυσσαν την πίστη τους με θάρρος (Stasinop) |
    • βάζει στο στόμα των προσώπων του λόγια απευθυνόμενα κατευθείαν στο κοινό (GIoannou) |
    • θα πρέπει η σύγχρονη μουσική τέχνη, απευθυνόμενη στις λαϊκές μάζες, να επαναλάβει την ίδια πορεία που ακολούθησε στο παρελθόν (Theodorakis)

[fr kath απευθυνόμενος, prpp of απευθύνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες