Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απευαισθητοποιώ [apevesθitopió] απευαισθητοποιεί, L) med
- render sth less sensitive, desensitize (syn αναισθητοποιώ c, ant ευαισθητοποιώ):
- το νέο φάρμακο απευαισθητοποιεί την περιοχή του τραύματος
[fr kath (neol) απευαισθητοποιώ, cpd w. ευαισθητοποιώ]
- render sth less sensitive, desensitize (syn αναισθητοποιώ c, ant ευαισθητοποιώ):