Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απευαισθητοποίηση η [apevesθitopíisi] Ο33 : θεραπεία της υπερευαισθησίας που παρουσιάζει ένας οργανισμός σε διάφορα φάρμακα, ουσίες κτλ.
[λόγ. απ(ο)- ευαισθητοποίη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. desensitization]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απευαισθητοποίηση [apevesθitopíisi] η, (L) med
- rendering sth less sensitive, desensitization (ant ευαισθητοποίηση):
- ~ του δέρματος, των νεύρων
[fr kath (neol) απευαισθητοποίησις, cpd w. ευαισθητοποίησις]
- rendering sth less sensitive, desensitization (ant ευαισθητοποίηση):