Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεσπασμένος, -η, -ο [apespazménos] (& αποσπασμένος) (L)
- ① taken away, separated, detached, disengaged (syn αποκομμένος, αποχωρισμένος, ant ενωμένος):
- η γη της Προβηγκίας είναι σαν ένα κομμάτι αποσπασμένο από την Eλλάδα (Ouranis) |
- το δέρμα φρεσκοσφαγμένου ζώου βαστά ένα μέρος θερμότητας απ' την απεσπασμένη σάρκα (Plaskovitis) |
- δύσκολες οι οικονομικές τους συνθήκες όσο μένουν απεσπασμένοι από το σύνολο (Palaiologos) |
- η αίσθηση, απεσπασμένη από την προσαρμοστική της λειτουργία, εμφανίζεται μέσα από τη φαντασία (Mourelos)
- ② temporarily transferred to another unit, on loan, attached:
- αξιωματικός ~ στο επιτελείο, στη μεραρχία, στην πρεσβεία |
- ο τεχνικός της εταιρίας είναι ~ στο υποκατάστημα της Θεσσαλονίκης
[fr kath ppp απεσπασμένος ← AG, K (LXX) ἀπεσπασμένος of ἀποσπῶ (-άω); the form ἀποσπασμένος normal ModG]
- ① taken away, separated, detached, disengaged (syn αποκομμένος, αποχωρισμένος, ant ενωμένος):