Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απεριόριστος -η -ο [aperióristos] Ε5 : που δεν υπόκειται σε περιορισμό: Aπεριόριστη εισαγωγή εμπορευμάτων, για την οποία δεν υπάρχουν ανώτατα όρια ποσότητας. Έχει απεριόριστη πίστωση. || με έμφαση, για να τονίσει το μέγεθος: Έχει απεριόριστη εξουσία / απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή του / απεριόριστα μέσα. Tου έχω απεριόριστη εκτίμηση / εμπιστοσύνη, πολύ μεγάλη.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεριόριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεριόριστος, -η, -ο [aperióristos] (L)
- ① limitless, unlimited, infinite, indefinite (syn απέραντος 2b, ant περιορισμένος):
- ~ αριθμός, χρόνος |
- απεριόριστοι πόροι |
- απεριόριστη ενέργεια, θέα, κατανόηση, ορατότητα, υπακοή |
- απεριόριστη ευθύνη, πίστωση |
- απεριόριστες δυνατότητες, ποσότητες |
- απεριόριστο βάθος, διάστημα |
- απεριόριστη αύξηση του πληθυσμού |
- περιορισμένες και απεριόριστες μεταβλητές |
- σου έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη |
- πήρε άδεια απεριόριστη (syn L πήρε άδεια επ' αόριστον) |
- theol απεριόριστη πίστη implicit faith |
- τα όρια του ανθρωπίνου νου θεωρούνται απεριόριστα (Vasileiou) |
- είναι τυπικός άνθρωπος της Aναγέννησης με απεριόριστα ενδιαφέροντα (Dimaras) |
- η φορά για το άλμα εις μήκος ειναι απεριόριστη (TSakellariou) |
- ο βιομηχανικός πολιτισμός υπόσχεται στην ανθρωπότητα μιαν απεριόριστη ευημερία (Theotokas, adapted)
- ② unrestricted, unconstrained, unhindered (near-syn αδέσμευτος, ανεμπόδιστος, ant περιορισμένος):
- ~ ανταγωνισμός, εθνικισμός |
- απεριόριστη ελευθερία, επέμβαση, επιρροή |
- απεριόριστη ατομική πρωτοβουλία |
- απεριόριστη εξαγωγή εμπορευμάτων |
- statist απεριόριστη δειγματοληψία unrestricted sampling |
- law απεριόριστη κυριότητα unconditional ownership of property |
- το ιδανικό του απεριόριστου ατομισμού έχει τους θερμούς αποστόλους του (Papanoutsos) |
- δίνουν στον κυβερνήτη εξουσίες πρακτικά απεριόριστες (Christidis)
- ③ immense, extreme, great (syn άμετρος A1):
- ~ θαυμασμός, πλούτος |
- απεριόριστη αισιοδοξία, γοητεία, λατρεία, προσήλωση |
- απεριόριστο θάρρος, πλήθος |
- ο σκοπός μου είναι να σημάνω την απεριόριστη αξία της απροσποίητης τέχνης (Panagiotop)
[fr kath απεριόριστος ← MG (5th c.) & PatrG ← K]
- ① limitless, unlimited, infinite, indefinite (syn απέραντος 2b, ant περιορισμένος):